Ο Νινομίγια Σόν’τοκου (二宮 尊徳) γεννήθηκε (ως Νινομίγια Κίντζιρο, 二宮 金次郎) το 1787, στο χωριό Καγιάμα, της επαρχίας Σαγκάμι (τμήμα σήμερα του νομού Καναγκάουα), σε μια ευκατάστατη αγροτική οικογένεια. Ωστόσο, μεγάλες πλημμύρες οι οποίες έπληξαν την περιοχή το 1791, κατέστρεψαν το μεγαλύτερο τμήμα των χωραφιών της και για τα επόμενα χρόνια η οικογένεια έζησε στη φτώχεια. Ο πατέρας του Νινομίγια εργάστηκε σκληρά για να αποκαταστήσει τη ζημία και το 1800 πέθανε από την εξάντληση, όντας ήδη άρρωστος για αρκετό καιρό. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε και η μητέρα του.
Στα δεκαέξι του, ο θείος του ανέλαβε την ανατροφή του και ο Νινομίγια εργάστηκε στα χωράφια του. Και ενώ εργαζόταν ολημερίς σε αυτά, τα βράδια, όταν επέστρεφε, συνήθιζε να διαβάζει βιβλία και να μελετά. Ο θείος του όμως, φαίνεται πως ήταν αντίθετος στην πρακτική αυτή, καθώς πίστευε πως η μάθηση δεν ωφελούσε κάποιον που εργάζεται στη γη, και γι’ αυτό τον μάλωνε για τη χρήση της λάμπας (λειτουργούσε με κραμβέλαιο). Η ιστορία μάλιστα, θέλει τον νεαρό Νινομίγια να καλλιεργεί ελαιοκράμβη στα εδάφη που έμεναν αχρησιμοποίητα και να την ανταλλάσει με κραμβέλαιο ώστε να διαβάζει με δικά του έξοδα.
Στα χρόνια αυτά τοποθετείται και η πλέον κλασική απεικόνιση του ιδίου, ως μια νεαρή φιγούρα που περπατάει κουβαλώντας καυσόξυλα στην πλάτη και διαβάζοντας ένα βιβλίο. Λέγεται μάλιστα, ότι τα χρόνια πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σχεδόν κάθε δημοτικό σχολείο στη χώρα είχε ένα άγαλμα της σκηνής αυτής. Η χαρακτηριστική επιμέλεια του νεαρού Νινομίγια και το ηθικό περιεχόμενο των ιδεών που εξέφρασε αργότερα στη ζωή του (περιγράφονται συνοπτικά παρακάτω), είχαν καταστήσει τη φιγούρα του ιδανικό πρότυπο στην ηθική εκπαίδευση των νέων ιαπώνων κατά τα προπολεμικά χρόνια. Καθώς όμως μετά την τραγική ήττα της χώρας, οτιδήποτε που θα μπορούσε να συσχετισθεί με την ιδεολογία του παρελθόντος αυτού έπρεπε να «εξαφανιστεί» από τη δημόσια σφαίρα, οι απεικονίσεις και αναφορές σε αυτόν σχεδόν εξαφανίστηκαν αμέσως μετά το τέλος του Πολέμου.
Το 1806, έχοντας ήδη φύγει από το σπίτι του θείου του το 1804, επέστρεψε στο πατρικό του και ξεκίνησε την προσπάθεια επαναφοράς των εδαφών της οικογένειάς του. Εργάστηκε και ξεκίνησε να συγκεντρώνει τα απαραίτητα κεφάλαια για τη γη του. Παράλληλα, ξεκίνησε να καλλιεργεί ρύζι και λαχανικά και στη συνέχεια τα πωλούσε. Επαναγόρασε σταδιακά τις εκτάσεις και ξεκίνησε να τις παραχωρεί για καλλιέργεια. Το 1810 τα είχε καταφέρει.
Παράλληλα, ξεκίνησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον οίκο των Ονταουάρα, τον διοικητικό τότε οίκο της επαρχίας. Από το 1808, εργάστηκε για τον οίκο Χατόρι -παρακλάδι των Ονταουάρα-. Εκεί, όντας υπεύθυνος για την εκπαίδευση των γιων της οικογένειας, συνοδεύοντάς τους στις διαλέξεις λέγεται πως μπόρεσε να εμπλουτίσει και ο ίδιος τις γνώσεις του για τον Κομφουκιανισμό, που την εποχή εκείνη βεβαίως αποτελούσε τη βάση της εκπαίδευσης των σαμουράι.
Τα χρόνια εκείνα, ο Νινομίγια μαζί με τους υπόλοιπους «υπαλλήλους» του οίκου, εφάρμοσαν μια πρακτική δανεισμού μεταξύ τους, η οποία έμεινε γνωστή ως η «Αρχή των Πέντε Αρετών (五常講)». Προσέφεραν ο καθένας χρήματα, σε κάτι σαν κοινό ταμείο, και τα δάνειζαν (με επιτόκιο) μεταξύ τους, όταν κάποιος τα είχε ανάγκη. Και καθώς οι δανειστές ακολουθούσαν τα διδάγματα του Κομφουκιανισμού, δεν υπήρχε υπερδανεισμός και τα δάνεια ξεπληρώνονταν το συντομότερο δυνατό. Έτσι, η πρακτική έγινε δημοφιλής επειδή ο κίνδυνος αθέτησης ήταν πολύ χαμηλός και το κέρδος από τα δάνεια μοιραζόταν σε όλους τους δανειστές. Μάλιστα, το σύστημα αυτό υιοθετήθηκε (από το 1820) σε όλη την επαρχία Ονταουάρα και κάλυπτε ολόκληρο τον πληθυσμό σαμουράι του οίκου. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν πως αποτέλεσε τον πρώτο συνεταιρισμό και πιστωτική ένωση στον κόσμο, ενώ ο νόμος περί βιομηχανικών ενώσεων (産業組合法) που θεσπίστηκε το 1900, κατά την εποχή Μέιτζι (1868-1912), λέγεται ότι βασίστηκε και στο σύστημα αυτό.
Ο Νινομίγια κλήθηκε στη συνέχεια να αναλάβει και τα οικονομικά του οίκου Χατόρι και λέγεται πως εφάρμοσε αυστηρά μέτρα λιτότητας ούτως ώστε να τα επαναφέρει στον «ίσιο δρόμο». Το 1821 κλήθηκε από τον ντάιμιο (τοπικός άρχοντας) της Ονταουάρα, Όκουμπο Τανταζάνε, να ανοικοδομήσει την περιοχή Σακουραμάτσι, της περιφέρειας Σιμότσουκε (σήμερα τμήμα του νομού Τοτσίγκι), η οποία ήταν υπό την διοίκηση του οίκου Ούτσου, παρακλάδι του οίκου των Ονταουάρα. Αξίζει να σημειωθεί πως εκείνες τις μέρες, όταν το ταξικό σύστημα ήταν αυστηρό, ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο για κάποιον που δεν ήταν σαμουράι να αναλάβει διοικητική θέση και να του ανατεθεί η ανοικοδόμηση μιας περιοχής. Σήμερα υπάρχει στην Ονταουάρα ο σιντοϊστικός ναός Χοτόκου Νινομίγια Τζίντζα (報徳二宮神社), αφιερωμένος στον Νινομίγια.
Το 1823 λοιπόν, μαζί με την σύζυγό του και τον γιο τους, εγκαταστάθηκαν στην Σακουραμάτσι. Οι καλλιέργειες εκεί ήταν περιορισμένες και μη αποδοτικές, πολλά χωράφια είχαν εγκαταλειφθεί εντελώς, η γη ήταν άγονη, ο αγροτικός πληθυσμός αποθαρρυμένος, χωρίς κίνητρα και πειθαρχία, ενώ τα έσοδα του τοπικού άρχοντα βεβαίως περιορισμένα. Ο Νινομίγια λοιπόν έπρεπε να δώσει λύση στα προβλήματα αυτά.
Πριν από την άφιξή του εκεί, είχε κάνει διεξοδική έρευνα πεδίου και με βάση αυτή, είχε συγγράψει και συνάψει συμβόλαιο με τους οίκους Ονταουάρα και Ούτσου. Αυτό προσδιόριζε το χρονοδιάγραμμα και περιλάμβανε αριθμητικούς στόχους για την αναζωογόνηση της περιοχής. Λέγεται συνεπώς συχνά, πως αυτό, αλλά και μεταγενέστερα έργα ανοικοδόμησης που ο ίδιος ανέλαβε, πραγματοποιήθηκαν με τη φιλοσοφία και τις μεθόδους ενός σύγχρονου επιχειρηματία.
Μετά την έναρξη του έργου, ο Νινομίγια αρνήθηκε σθεναρά τις όποιες επιχορηγήσεις προσέφερε ο ντάιμιο της Ονταουάρα, καθώς θεωρούσε πως οι επιχορηγήσεις αυτές, οι οποίες ήταν τακτικές, ήταν εκείνες που αποθάρρυναν τους αγρότες από να εργαστούν επιμελώς, ενώ υποβάθμιζαν την εργασία και τις προοπτικές τους.
Βεβαίως, η υλοποίηση του εγχειρήματος απαιτούσε χρήματα. Ωστόσο, καθώς ο Νινομίγια έδιδε ιδιαίτερη έμφαση στην δυνατότητα της αυτό-οργάνωσης και του προγραμματισμού, στηρίχθηκε στα δικά του κεφάλαια και εκείνα του τοπικού οίκου για το έργο της ανοικοδόμησης. Παράλληλα, δημιούργησε ένα σύστημα δανείων χαμηλού επιτοκίου, μέσα από το οποίο δάνειζε χρήματα στους αγρότες για να αγοράσουν γεωργικό και άλλο εξοπλισμό. Εκείνοι στη συνέχεια, καλούνταν να χρησιμοποιήσουν τα κέρδη από την πώληση των καλλιεργειών τους για να αποπληρώσουν τα δάνεια. Το σύστημα αυτό είχε και ως σκοπό να ενθαρρύνει τους αγρότες να είναι πιο ανεξάρτητοι και προνοητικοί.
Ο Νινομίγια ενθάρρυνε ακόμη την αγοροπωλησία ρυζιού. Είχε βάλει νεαρούς οι οποίοι φαίνονταν ικανοί στις «πράξεις», να συλλέγουν στοιχεία και να κάνουν εκτιμήσεις για την πορεία των σοδειών, ούτως ώστε να μπορούν να πουλούν ή να αγοράζουν ρύζι με βάση αυτές. Είναι χαρακτηριστικό το ότι η περιοχή είχε αγοράσει ρύζι εκ των προτέρων και υπέστη περιορισμένη ζημιά κατά τη διάρκεια του «Μεγάλου Τένπο Λιμου (天保の飢饉)» τη δεκαετία του 1830. Επιπλέον, καθώς η παραγωγή ρυζιού ήταν η βάση της οικονομίας την εποχή εκείνη και πολλοί ορυζώνες είχαν εγκαταλειφθεί τα προηγούμενα χρόνια, ο Νινομίγια ενθάρρυνε τη υποδοχή εργατικού δυναμικού από άλλες περιοχές.
Ο Νινομίγια έδινε επίσης μεγάλη σημασία στη κοινότητα και την συνεργασία μέσα σε αυτή. Εκτός από τη σκληρή δουλειά των μεμονωμένων αγροτών, η κοινή εργασία θεωρούσε πως ήταν απαραίτητη στις αγροτικές περιοχές. Η κατασκευή λ.χ. καναλιών άρδευσης για κοινοτική χρήση και η διαχείριση τους από τους χωρικούς έπρεπε να γίνεται από όλους όσους εργάζονταν μαζί. Είχε αναπτύξει μάλιστα μια δραστηριότητα, κατά την οποία τα μέλη της κοινότητας συγκεντρώνονταν σε μια προσπάθεια οικοδόμησης συναίνεσης μέσω διεξοδικών συζητήσεων. Την είχε ονομάσει «ιμοκότζι (芋こじ)»1.
Το έργο λοιπόν για την αναβίωση της περιοχής φάνηκε να πηγαίνει καλά ωστόσο, αυτό σύντομα διεκόπη. Οι μεταρρυθμίσεις και οι χειρισμοί του Νινομίγια αντιμετώπισαν πολιτική αντίσταση από γραφειοκράτες σαμουράι του οίκου (οι οποίοι ίσως και να ήταν αντίθετοι στο διορισμό του αυτό καθ’αυτό σε μια τέτοια διοικητική θέση) και τοπικά συμφέροντά, τα οποία ξεκίνησαν να αντιδρούν εναντίον του. Η παραμονή του επομένως έγινε δύσκολη και εν τέλει, έφυγε από την περιοχή.
Έμεινε προσωρινά στο ναό Ναρίτασαν Σινσότζι (成田山新勝寺)2. Εκεί, μετά από 21 ημέρες νηστείας και διαλογισμού, είχε μια πνευματική αφύπνιση. Συνειδητοποίησε την αλήθεια της «ιδέας του ενός κύκλου (一円観)», σύμφωνα με την οποία πρέπει να αντιλαμβάνεται κανείς όλους τους αντικρουόμενους παράγοντες στον κόσμο, όπως καλό και κακό, δύναμη και αδυναμία, ευχαρίστηση και πόνος, καλή τύχη και ατυχία, σαν έναν κύκλο, ως σχετικούς δηλαδή τρόπους κατανόησης. Πίστεψε δηλαδή στο ότι η αντίθεση μεταξύ του καλού και του κακού ήταν σχετική, και το ότι οι καρδιές των αντιπάλων του θα μπορούσαν να επηρεασθούν. Οπλισμένος με θάρρος λοιπόν, επέστρεψε στη Σακουραμάτσι.
Μετά την επιστροφή του, είχε επαναφέρει τη σκέψη του και η αναδιοργάνωση της περιοχής κύλησε ομαλά. Εκτός από το γεγονός ότι οι άνθρωποι της περιοχής συνειδητοποίησαν κατά την απουσία του, το μέγεθος της συμβολής του, η αλλαγή κάποιων αξιωματούχων οι οποίοι δυσκόλευαν το έργο του, έπαιξε σημαντικό ρόλο. Στο τέλος, το έργο ήταν επιτυχές και μέχρι το 1831, το τελευταίο έτος της θητείας του εκεί, η δυνητική παραγωγή ρυζιού της περιοχής η οποία θα μπορούσε να συλλεχθεί ως ετήσιος φόρος3 είχε σχεδόν διπλασιαστεί σε σύγκριση με το 1823.
Τα επιτεύγματα του έγιναν γνωστά σε όλη την Ιαπωνία και σύντομα καλούταν να πραγματοποιήσει το ένα έργο μετά το άλλο. Λέγεται ότι καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του συνέβαλε άμεσα, στην ανοικοδόμηση 23 χωριών και έμμεσα, έως και 600 χωριών σε όλη τη χώρα. Το 1842, ξεκίνησε να εργάζεται για την κυβέρνηση μπάκουφου. Τότε έλαβε και το όνομα Σόν’τοκου (που τα χρόνια εκείνα διαβαζόταν ως Τακανόρι). Το 1853 του ανατέθηκε η επιτήρηση της αναζωογόνησης των ιερών περιφερειών και των εκμεταλλεύσεων του Μεγάλου Ναού στο Νίκκο. Πέθανε εκεί το 1856. Το 1891 του αποδόθηκε, μετά θάνατον, τιμητικός τίτλος (従四位).
Τα έργα ανασυγκρότησης που είχε αναλάβει ο Νινομίγια βασίστηκαν στην «μέθοδο ηθικής ανταμοιβής (報徳仕法)» του, η οποία βασιζόταν στην ιδέα του περί ανταπόδοσης. Ο Νινομίγια ανέπτυξε μια θεωρία οικονομικής πρακτικής βασισμένης στην ηθική, η οποία αποκαλείται «θεωρία της ηθικής ανταπόδοσης (報徳思想)». Πίστευε ότι πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στους γονείς, τους συζύγους και τους αδελφούς μας, καθώς και στη φύση για την καλοσύνη/εύνοια που λαμβάνουμε και πως πρέπει να ενεργούμε ως ανταπόδοση σε αυτές. Τα οφέλη που αποκομίζει κανείς από τους ουρανούς, τους ανθρώπους και τη γη πρέπει να ξεπληρώνονται, πίστευε, ούτως ώστε η χώρα να είναι ειρηνική και να ευημερεί. Αυτό λοιπόν θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από τέσσερις αρχές: ειλικρίνεια (至誠), επιμέλεια (勤労), φειδώ (分度) και το να κάνει κάνεις παραχωρήσεις (推譲)4. Έτσι εάν οι άνθρωποι δρουν συλλογικά και με ευγνωμοσύνη θα προκύψει μια «αληθινή κοινωνία», στην οποία θα επικρατεί η ευγένεια.
Αυτό που ο Νινομίγια προσπαθούσε να μεταφέρει ήταν η αυτoβελτίωση των ατόμων για το κοινό καλό. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πώς ήταν ακόμη, η απομάκρυνση από μια ισχυρή σχέση εξάρτησης του αγροτικού πληθυσμού από τις αρχές και η ενδυνάμωσή του. Για αυτό λ.χ. έδινε ιδιαίτερη σημασία στον προγραμματισμό. Ενθάρρυνε τους αγρότες να συγκεντρώνουν στατιστικά στοιχεία και αρχεία της παραγωγής τους και τους βοηθούσε να κάνουν τους απαραίτητους υπολογισμούς. Έτσι, έλεγε, θα μπορούσαν εκείνοι να υπολογίζουν, με αρκετή ακρίβεια, το μέσο ετήσιο εισόδημά τους, καθώς και να προϋπολογίζουν τα έξοδά τους ανάλογα. Έχοντας παράλληλα, ως κοινότητα, μεριμνήσει για έκτακτες καταστάσεις μέσω αποθεμάτων και δομών, η αγροτική δραστηριότητα θα μπορούσε να αποκτήσει μια πιο σταθερή, ανεξάρτητη και αποδοτική μορφή.
Και δεδομένου ότι η ευημερία κάθε ατόμου συνδέεται με εκείνη της κοινότητας, τα δεινά κάποιων, αν δεν βοηθούνται σε περιόδους δυσφορίας, τελικά θα επηρεάσουν τη ζωή των άλλων και θα συγκρατήσουν την πρόοδο όλων. Για αυτό ο Νινομίγια τόνιζε την σημασία της παροχής αμοιβαίας βοήθειας μέσα στην κοινότητα. Οι εθελοντικές πιστωτικές ενώσεις που προωθούσε είχαν ακριβώς αυτό το σκοπό.
Συχνά υποστηρίζεται επίσης, πως η σκέψη του συνδυάζει πτυχές των παραδόσεων του Σιντοϊσμού, του Κομφουκιανισμού, και του Βουδισμού. Χαρακτηριστηκά, ο ίδιος συνήθιζε να λέει πως η διδασκαλία του κάνει μίξη των τριών, σε αναλογία μισού, ενός τέταρτου και ενός τέταρτου αντίστοιχα. Σύμφωνα με τον Νινομίγια, ο Σιντοϊσμός είναι ο Δρόμος που φροντίζει για τα θεμέλια της χώρας, ο Κομφουκιανισμός είναι ο Δρόμος που φροντίζει για τη διοίκηση της χώρας και ο Βουδισμός είναι ο Δρόμος που φροντίζει για τη διοίκηση του νου. «Χωρίς να με νοιάζουν πλέον οι υψηλές υποθέσεις, παρά μόνο η ταπεινή αλήθεια, προσπάθησα απλώς να εξαγάγω την ουσία κάθε μιας από αυτές τις διδασκαλίες. Με την ουσία εννοώ τη σημασία τους για την ανθρωπότητα. Επιλέγοντας αυτό που είναι σημαντικό και απορρίπτοντας αυτό που είναι ασήμαντο, έφτασα στην καλύτερη διδασκαλία για την ανθρωπότητα, την οποία ονομάζω τη διδασκαλία της Ανταπόδοσης της Αρετής». Είναι γεγονός πως οι περισσότερες ιδέες του Νινομίγια δεν θεωρούνται πρωτότυπες. Η σημασία τους όμως βρίσκεται στην πρακτική εφαρμογή και την έκταση την οποία ο Νινομίγια τους έδωσε.
Ο Νινομίγια αφιέρωσε την ζωή του στην αποκατάσταση του οίκου και των εδαφών του και στη συνέχεια, χωριών και περιοχών που βρίσκονταν σε παρακμή. Παρ’όλο που δεν έλαβε επίσημη εκπαίδευση, αναζήτησε την μελέτη και προσπάθησε να την αξιοποιήσει στην πράξη. Αυτή ήταν και η ουσία των διδαγμάτων του, τα οποία άφησαν το στίγμα τους τόσο στην αγροτική και επαρχιακή ζωή, όσο και εν τέλει στην διανόηση και οικονομική ιαπωνική σκέψη.
Οι ιδέες του αυτές επηρέασαν, μεταξύ άλλων, προσωπικότητες όπως Σιμπουσάουα Εϊίτσι (渋沢 栄一, 1840-1931), Φουκουζούμι Μασάε (福住正兄, 1824-1892) και Τογιόντα Σακίτσι (豊田佐吉, 1867-1930). Τα αγάλματα του Νινομίγια άρχισαν να επανεμφανίζονται μπροστά σε σχολικά κτίρια και το 2018, εξασφάλισε μια θέση σε (εγκεκριμένα από την κυβέρνηση) εγχειρίδια που χρησιμοποιούνται για να διδάξουν το νέο ηθικό πρόγραμμα σπουδών στα σχολεία. Μια ταινία για τη ζωή και την καριέρα του κυκλοφόρησε το 2019, με τίτλο «Νινομίγια Κίντζιρο (二宮金次郎)»5. Η σκέψη του «Σοφού Αγρότη», όπως συχνά αποκαλείται, φαίνεται πως ακόμη είναι ζωντανή και επίκαιρη και πως η ζωή, οι σκέψεις και το έργο του μπορούν ακόμη να εμπνέουν τους ανθρώπους, του κόσμου όλου πλέον.
Υποσημειώσεις