Ο ένας γεννήθηκε στην καρδιά του Τέξας και ο άλλος στη Φουκουόκα. Ο ένας σπούδασε στο Χάρβαρντ όπου και διακρίθηκε ποικιλοτρόπως και ο άλλος κατάφερε να μπει με το ζόρι στο Ουασέντα το οποίο και εγκατέλειψε. Ο ένας εστίασε αμέσως το ενδιαφέρον του στην υποκριτική και ο άλλος έκανε διάφορες άσχετες δουλειές μέχρι που ένας δημιουργός μάνγκα (ο Ακατσούκα Φούτζιο) ανακάλυψε το ταλέντο του και τον έσπρωξε στην τηλεοπτική κωμωδία. Ο ένας έπαιξε (και παίζει) πολλούς και διαφορετικούς ρόλους που του χάρισαν σχεδόν όλα τα βραβεία της διεθνούς βιομηχανίας θεάματος και ο άλλος έπαιξε (και παίζει) κυρίως τον εαυτό του. Αν εξαιρέσει κανείς τη μικρή τους διαφορά ηλικίας (μόλις ένα χρόνο) και τη μακροβιότητα τους στις σόου-μπίζνες, είναι δύσκολο να δει κανείς άλλες ομοιότητες μεταξύ του Τόμι Λι Τζόουνς και του Καζουγιόσι Μορίτα (κατά κόσμον «Ταμόρι»), πράγμα που κάνει αρκετούς να αναρωτιούνται τι είναι αυτό που τους έφερε δίπλα-δίπλα στην τελευταία διαφημιστική καμπάνια για τον καφέ «Boss» της Suntory.
Ο Ταμόρι είναι μια από τις τρεις… υπερδυνάμεις της ιαπωνικής τηλεόρασης στο χώρο της αυτοσχεδιαστικής κωμωδίας –και μόνο αυτό αρκεί για να του χαρίσει τη δημοτικότητα που χρειάζεται μια εταιρεία για να προωθήσει τα προϊόντα της. Όμως ειδικά σε ό,τι αφορά τον καφέ «Boss», το πλεονέκτημα της… έδρας το έχει ο Τόμι Λι Τζόουνς ο οποίος είναι το πρόσωπο του συγκεκριμένου προϊόντος από το 2006, έχοντας πρωταγωνιστήσει σε σχεδόν 40 διαφημιστικά σποτ και σε αμέτρητες υπαίθριες καμπάνιες∙ όσοι έχουν επισκεφθεί την Ιαπωνία τα τελευταία οκτώ χρόνια τον έχουν δει οπωσδήποτε τουλάχιστον μια φορά και κατά πάσα πιθανότητα περισσότερες. Και ο λόγος που οδήγησε στην επιτυχία του Τζόουνς στη συγκεκριμένη διαφήμιση εξηγεί και τη φετινή προσθήκη του Ταμόρι: και οι δύο είναι εμβληματικοί «ότζι-σαν» (おじさん), μια λέξη που κυριολεκτικά σημαίνει «θείος» αλλά που μεταφορικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει οποιονδήποτε μεσήλικα, την ισχυρότερη κοινωνική τάξη της Ιαπωνίας.
Παρότι η ιαπωνική κοινωνία λατρεύει τη νεότητα θεωρεί, ίσως λόγω των κομφουκιανικών καταβολών της, τον ότζι-σαν σαν έναν από τους σημαντικούς της παράγοντες: όπως και οι όμπα-σαν (ή όμπα-τσαν), οι μεσήλικες έχουν κατακτήσει μια αξιοσέβαστη θέση στις δουλειές και τις οικογένειές τους (η επιλογή του brand-name«Boss» για τον καφέ του Τζόουνς και του Ταμόρι δεν ήταν τυχαία), έχουν μεγαλώσει τα παιδιά τους και έχουν αποκτήσει αρκετά χρήματα ώστε να μπορούν να ευχαριστιούνται και κάτι πέρα από όσα σχετίζονται με το επαγγελματικό τους περιβάλλον. Και κάνοντας αυτά έχουν αποκτήσει αρκετά αποθέματα εμπειρίας ζωής και γνώσεων ώστε να μπορούν να συνεισφέρουν στη βελτίωση του περιβάλλοντός τους, του στενού αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού –είναι, με άλλα λόγια και όπως λέει και το κλισέ, οι στυλοβάτες της κοινωνίας.
Επειδή τίποτα δεν έχει μόνο μια όψη, οι ότζι-σαν είναι επίσης οι αντιπαθείς ξερόλες που έχουν δει τα πάντα, έχουν κάνει τα πάντα και δεν παραλείπουν να στο υπενθυμίσουν με τη βαρύτητα της άποψής τους, οι ενοχλητικοί θείοι που λένε κρύα αστεία και τραβηγμένα λογοπαίγνια (τα λεγόμενα και «όγιατζι-γκιάγκου»/親父ギャグ, όπου «όγιατζι» είναι ένα λιγότερο ευγενικό συνώνυμο του «ότζι-σαν»), οι σεξιστές προϊστάμενοι και οι πολιτικοί που οδήγησαν τη χώρα σε δύο δεκαετίες ύφεσης, οι καταπιεστικοί σύζυγοι και πατεράδες –η προσωποποίηση της συντήρησης που αποτελεί ταυτόχρονα ακρογωνιαίο λίθο της ιαπωνικής κοινωνίας και αχίλλειο πτέρνα της. Ότι η διαφήμιση με το δίδυμο Τζόουνς-Ταμόρι λανσαρίστηκε πριν από μερικές μέρες δείχνει ότι θα χρειαστεί πολύς καιρός μέχρι ο ότζι-σαν να χάσει τη θέση του στη συλλογική συνείδηση των Ιαπώνων όμως οι χρυσές μέρες της παντοδυναμίας του μάλλον έχουν παρέλθει –με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται αυτό.