
Ο Μόρι Ογκάι υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς των περιόδων Μέιτζι (1868-1912) και Τάισο (1912-26). Πέρα από πολυγραφότατος συγγραφέας, ήταν ακόμα μεταφραστής, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας, στρατιωτικός γιατρός-χειρούργος και αξιωματούχος. Η συμβολή του στην εξέλιξη της σύγχρονης ιαπωνικής λογοτεχνίας θεωρείται εξαιρετικά σημαντική. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της γλώσσας και της κατεύθυνσης που η ιαπωνική λογοτεχνία ακολούθησε, ενώ τα έργα του κατατάσσονται στα κλασικά έργα της περιόδου και διαβάζονται μέχρι και σήμερα. Πολλά από αυτά έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες, ενώ και οι δικές του μεταφράσεις χρησιμοποιήθηκαν ευρέως. Ταυτόχρονα, η καριέρα του ως στρατιωτικού γιατρού υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχημένη. Τον Ιούλιο του 2022 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τον θάνατό του.
Ο Μόρι Ογκάι (森鷗外) γεννήθηκε (ως Μόρι Ρίνταρο – 森林太郎) το 1862, στο Τσούουανο (σήμερα τμήμα του νομού Σίμανε). Ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός γιατρού της επαρχίας και έτσι, σε μια εποχή που ακόμη η διαδοχή του επαγγέλματος θεωρούταν αυτονόητη, αναμενόταν να ακολουθήσει αντίστοιχη πορεία. Στο πλαίσιο αυτό, έλαβε από μικρή ηλικία την ανάλογη ανατροφή και εκπαίδευση, η οποία περιελάμβανε τον Κομφουκιανισμό και τα κλασικά κείμενα της κινεζικής παράδοσης (στο σχολείο της επαρχίας, 養老館), τις αρχές της κινεζικής ιατρικής, αλλά και γνώσεις της ολλανδικής ιατρικής (μαθαίνοντας παράλληλα και την ολλανδική γλώσσα)1 από τον πατέρα του, Σιζούο (静男).
Το 1872, λίγα χρόνια μετά την Παλινόρθωση Μέιτζι (1868)2, πήγε με τον πατέρα του (σύντομα τους ακολούθησε και η υπόλοιπη οικογένεια) στο Τόκιο, όπου ξεκίνησε να λαμβάνει μαθήματα γερμανικών, σε ένα μικρό, ειδικευμένο στα γερμανικά (και κινεζικά) σχολείο (το Σιμπουνγκάκουσα – 進文学社)3, ώστε να παραμείνει κοντά στις εξελίξεις της δυτικής ιατρικής, που πλέον εντοπίζονταν στη γερμανική ιατρική. Στα έντεκά του ξεκίνησε να φοιτά στη σχολή που αργότερα (το 1877) θα γινόταν η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τόκιο (東京大学医学部). Τα μαθήματα εκεί γίνονταν στην γερμανική γλώσσα, από γερμανούς κυρίως καθηγητές. Έτσι, η γνώση της γλώσσας ήταν απαραίτητη για να αποφοιτήσει κανείς. Παράλληλα, ο Ογκάι μελετούσε κινεζική ιατρική, αλλά και κινεζική λογοτεχνία και ποίηση καθώς και ποίηση Ουάκα (和歌)4.
Σύντομα, ξεκίνησε να αναζητά τη δυνατότητα σπουδών στο εξωτερικό (Γερμανία), κάτι που πολλοί νέοι της εποχής θα έκαναν τα επόμενα χρόνια, με κρατική χρηματοδότηση. Πίστευε ότι ο μόνος τρόπος για να κατανοήσει σε βάθος τη σύγχρονη ιατρική, μια επιστήμη που γεννήθηκε στη Δύση όπως έλεγε, ήταν να πάει ο ίδιος εκεί. Χάνοντας όμως μια άμεση ευκαιρία με την αποφοίτησή του (1881), εντάχθηκε στο στρατό, στα δεκαεννιά του, όπου υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός-χειρούργος. Τρία χρόνια αργότερα (1884), κατάφερε να σταλθεί από το στρατό στην Γερμανία, για να σπουδάσει υγιεινή. Το ταξίδι του και η διαμονή του στην Ευρώπη υπήρξαν καθοριστικά στη μετέπειτα πορεία του.
Έφτασε στη Μασσαλία της Γαλλίας τον Οκτώβρη (1884) και από εκεί πήγε στην Κολωνία. Φτάνοντας στην Γερμανία και βλέποντας ότι μπορούσε εύκολα να αναγνωρίσει τη γλώσσα και να συνδιαλεχθεί, ένιωσε ένα αίσθημα ικανοποίησης, όπως έγραφε στο ημερολόγιό του. Ο Ογκάι συνδέθηκε στενά με την Γερμανία και μάλιστα, υπάρχει στο Βερολίνο κέντρο αφιερωμένο στη μνήμη του5.
Κατά την παραμονή του στη χώρα, ασχολήθηκε βεβαίως με τις σπουδές του και μελέτησε το στρατιωτικό σύστημα υγιεινής της χώρας. Πέρασε το πρώτο έτος των σπουδών του στη Λειψία και τις συνέχισε στο Μόναχο και το Βερολίνο. Μάλιστα, δημοσίευσε, μεταξύ άλλων, και ένα επιστημονικό άρθρο στο πεδίο της υγιεινής, στα γερμανικά. Στη Δρέσδη, όπου πέρασε κάποιο καιρό, αλλά και το Βερολίνο μπόρεσε να μελετήσει καλύτερα το σύστημα υγιεινής του στρατού αλλά και στρατιωτική φαρμακευτική, ενώ συμμετείχε ενεργά ως βοηθός (και συχνά μεταφραστής) του Ισιγκούρο Ταντανόρι (石黒 忠悳, 1845-1941)6 στο 4ο Διεθνές Συνέδριο του Ερυθρού Σταυρού στην Καρλσρούη.
Παράλληλα ωστόσο, τα χρόνια που έμεινε εκεί ήρθε σε επαφή με τις ευρωπαϊκές τέχνες και πολιτισμό. Πήγαινε σε θέατρα και γκαλερί τέχνης. Διάβαζε εντατικά γερμανική λογοτεχνία και φιλοσοφία. Όταν επέστρεψε στην Ιαπωνία έφερε μαζί του πλήθος βιβλίων, ενώ συνέχισε να λαμβάνει τα επόμενα χρόνια τις τελευταίες εκδόσεις από τη Γερμανία, μαζί με εφημερίδες και περιοδικά. Μπόρεσε έτσι να σχηματίσει (και να διατηρήσει) μία πολύ καλή “εικόνα” για τις δυτικές τέχνες, μαζί με εκείνη των τοπικών, των οποίων ήταν πάντα εξαιρετικός γνώστης.
Πριν εγκαταλείψει την Ευρώπη έμεινε στη Βιέννη, το Λονδίνο και το Παρίσι, φεύγοντας και πάλι από τη Μασσαλία. Έφτασε στην Ιαπωνία τον Σεπτέμβρη του 1888. Έλειψε περίπου για τέσσερα χρόνια από τη χώρα. Στα ημερολόγια που διατήρησε κατά το ταξίδι του (航西日記) και την περίοδο που έμεινε στο εξωτερικό (1884-8, 獨逸日記) -και τα δύο ήταν γραμμένα σε κανμπούν (漢文)7-, περιέγραψε τις εμπειρίες του. Στη Γερμανία λ.χ. περνούσε τις ημέρες του μελετώντας επιστήμες και τα βράδια του διαβάζοντας λογοτεχνία. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι στη Γερμανία, ο Ογκάι είχε επαφές με σημαντικές προσωπικότητες της ιαπωνικής ιστορίας, όπως τον φιλόσοφο Ινόουε Τετσουτζίρο (井上 哲次郎, 1856-1944) και τον γιατρό Κιτασάτο Σιμπασαμπούρο (北里 柴三郎, 1853-1931).
Στην Ιαπωνία, ορίστηκε καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Στρατού (軍医学校) της οποίας ανέλαβε τη διοίκηση το 1893. Το 1889 αρραβωνιάστηκε (και στη συνέχεια παντρεύτηκε) την κόρη του υποστράτηγου του Πολεμικού Ναυτικού, Ακαμάτσου Νοριόσι (赤松則良, 1841-1920), Τόσικο (登志子, 1871-1900)8. Οι δυο τους απέκτησαν έναν γιο το επόμενο έτος ωστόσο, χώρισαν λίγο αργότερα.
Πίσω στην Ιαπωνία όμως, ξεκίνησε να εκδίδει και λογοτεχνικά κείμενα και να εδραιώνει σιγά σιγά τη φήμη του ως συγγραφέας. Άρχισε με κάποια γραπτά του στην εφημερίδα Γιομιούρι (読売新聞). Το 1889, μαζί με μια ομάδα συγγραφέων (γνωστή ως Σινσέι-σα -新声社), δημοσίευσε στο περιοδικό Κόκουμιν νο Τόμο (Φίλος του Λαού – 国民之友), του Τοκουτόμι Σοχό (徳富 蘇峰, 1863-1957), μια συλλογή μεταφρασμένων ποιημάτων, υπό τον τίτλο “Ίχνη (Ομοκάγκε -於母影)”. Η συλλογή, η πρώτη του είδους της, κατάφερε να μεταφέρει το πνεύμα και τις ποιητικές ιδέες της δυτικής ποίησης, σε κομψή ιαπωνική απόδοση, ενώ άσκησε μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη της μοντέρνας ιαπωνικής ποίησης τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα, ο Ογκάι δημοσίευσε και δικά του έργα. Τρία από αυτά ήταν βασισμένα στην παραμονή του στη Γερμανία.
Μεταξύ αυτών, ήταν και το “Μαϊχίμε (舞姫 , Το Κορίτσι που Χορεύει)”, ένα από τα πλέον γνωστά του έργα και το σημαντικότερο έργο της πρώιμης του περιόδου. Κυκλοφόρησε αρχικά το 1890, και πάλι για το περιοδικό Κόκουμιν νο Τόμο. Έχει ως πρωταγωνιστή του τον Ότα Τογιoτάρo, έναν ταλαντούχο Ιάπωνα γραφειοκράτη, ο οποίος λίγα χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το τμήμα νομικής του Πανεπιστημίου του Τόκιο, στάλθηκε στη Γερμανία. Πέρασε τα πρώτα χρόνια του εκεί, μελετώντας, μακριά από περισπασμούς, κάτι που τον καθιστούσε συχνά στόχο αρνητικού σχολιασμού. Όπως περιγράφεται στο έργο, ήταν σαν “ένα μηχανικό ον, χωρίς πραγματική επίγνωση του εαυτού του”. Η ζωή ωστόσο στο Βερολίνο, άρχισε να του γεννά ένα αίσθημα δυσφορίας. Τότε ήταν που ερωτεύτηκε μια φτωχή χορεύτρια, την Έλις και η ζωή του ξαφνικά άλλαξε. Αντιλήφθηκε πως είναι να ζει ως ελεύθερο άτομο. Σύντομα ωστόσο, κατάλαβε ότι αυτή η σχέση αποτελούσε εμπόδιο για τη μελλοντική του επαγγελματική σταδιοδρομία στην Ιαπωνία. Με βαριά καρδιά λοιπόν, επέλεξε να εγκαταλείψει την έγκυο ερωμένη του και να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Το έργο αναφέρεται συχνά ως η πρώτη νουβέλα στην ιστορία της μοντέρνας ιαπωνικής λογοτεχνίας. Ο ποιητής Σάτο Χαρούο (佐藤 春夫, 1892-1964) έχει πει πως αυτό αποτέλεσε ουσιαστικά, την απαρχή της μοντέρνας ιαπωνικής λογοτεχνίας, αλλά και την αρχή του Ρομαντισμού σε αυτή. Αξίζει επίσης, να αναφερθεί ότι το έργο αυτό έχει χαρακτηριστεί ως “υβρίδιο”, καθώς ο Ογκάι χρησιμοποίησε σε αυτό κάνμπουν, σε συνδυασμό με κλασικά ιαπωνικά (文語体), ενώ και το ύφος του είναι παρόμοιο με εκείνο που χρησιμοποιούνταν στις μεταφράσεις ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Παράλληλα, συνέβαλε με κριτικές, μεταφράσεις και άλλα έργα σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, ενώ τον Οκτώβριο του 1889 εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό Σιγκαράμι Ζόσι (しがらみ草紙). Αυτό, μεταξύ άλλων, περιείχε διηγήματα, κριτικές, ιστορικές βιογραφίες, ποίηση και μεταφράσεις, γραμμένα από τον ίδιο αλλά και άλλους συγγραφείς, όπως τους Γιοσάνο Τέκκαν (与謝野鉄幹, 1873-1935)9 και Οζάκι Κόγιο (尾崎 紅葉, 1868-1903). Ο Ογκάι δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα στη λογοτεχνική κριτική, ενώ γνωστή ήταν και μια λογοτεχνική διαμάχη (διαμάχη για τον ρεαλισμό – 没理想論争) που έλαβε χώρα (1891-2) και στα φύλλα του περιοδικού, μεταξύ του ιδίου και του συγγραφέα και κριτικού, Τσουμποούτσι Σόγιο (坪内逍遙, 1859-1935). Ο Σόγιο μιλούσε για χαμένα ιδανικά (没理想) ωστόσο για τον Ογκάι, δεν υπήρχε λογοτεχνία χωρίς ιδανικά. Το περιοδικό μεταξύ άλλων, καθιέρωσε τη λογοτεχνική κριτική στον ιαπωνικό λογοτεχνικό κόσμο. Σταμάτησε να εκδίδεται μετά από 59 τεύχη, λόγω της έναρξης του 1ου Σινοϊαπωνικού Πολέμου (日清戦争, 1894-5).
Η συγγραφική του δραστηριότητα τα χρόνια αυτά ωστόσο, δεν περιορίστηκε στη λογοτεχνία. Ο Ογκάι έγινε (για κάποιους μήνες του 1889) αρχισυντάκτης του ιατρικού περιοδικού Τόκιο Ίγκιο Σίνσι (東京医事新誌) ενώ παράλληλα, εξέδωσε νέα περιοδικά για την υγιεινή και την ιατρική, με το τελευταίο εξ’ αυτών (Περιοδικό Υγιεινής και Ιατρικής Θεραπείας – 衛生療病志) να εκδίδεται μέχρι και την έναρξη του Πολέμου (1894). Το 1896-7, συνέγραψε μαζί με τον συνάδελφό του στο στρατό, Κόικε Μασανάο (小池正直, 1854-1914), το “Νέα Έκδοση για την Υγιεινή (衛生新篇)”, το οποίο κυκλοφόρησε σε διάφορες εκδόσεις (τελευταία το 1914). Τα χρόνια αυτά ο Ογκάι ήρθε ωστόσο, σε αντιπαράθεση (1893-4) με τον Ιατρικό Σύλλογο της Ιαπωνίας (医学界). Ως υπέρμαχος της σύγχρονης δυτικής ιατρικής, επέκρινε τον σύλλογο, στον οποίο η πλειοψηφία ήταν γιατροί ιαπωνικής και κινεζικής ιατρικής. Ο Ογκάι θεωρούσε ότι ο αριθμός των γιατρών με πανεπιστημιακά πτυχία θα έπρεπε να αυξηθεί και πως η ιατρική κοινότητα της χώρας δεν προωθούσε την ιατρική των επιστημόνων με ακαδημαϊκή πορεία.
Το 1894, με το ξέσπασμα του Σινοϊαπωνικού Πολέμου, πήγε στη Ματζουρία ως επικεφαλής του υγειονομικού σώματος της 2ης στρατιωτικής μεραρχίας διοικητικής μέριμνας (第2軍兵站部軍医部長). Μετά τη λήξη του πολέμου, υπηρέτησε για λίγους μήνες στην Ταϊβάν10. Το 1898 διορίστηκε επικεφαλής του υγειονομικού σώματος της αυτοκρατορικής φρουράς (近衛師団). Το 1899 του ανατέθηκε να υπηρετήσει ως επικεφαλής ιατρός της δωδέκατης μεραρχίας στην Κοκούρα.
Ο Ογκάι το θεώρησε αυτό ως υποβιβασμό. Πίστευε πως οι ανώτεροί του έβλεπαν αρνητικά το ότι λειτουργούσε ταυτόχρονα ως στρατιωτικός γιατρός και ως συγγραφέας. Έτσι, τα χρόνια αυτά δεν ήταν πολύ δραστήριος συγγραφικά. Έγραψε ποίηση και ασχολήθηκε με λίγες μεταφράσεις. Ολοκλήρωσε λ.χ. τη μετάφραση του έργου του Χανς Κρίστιαν Αντερσεν (1805-1975), “Improvisatoren (即興 詩人)”. Μελέτησε ωστόσο, γαλλικά με την βοήθεια ενός γάλλου ιερέα, αλλά και τις αρχές του Βουδισμού Ζεν. Έμεινε εκεί μέχρι το 1902, οπότε και επέστρεψε στο Τόκιο. Νωρίτερα, την ίδια χρονιά, παντρεύτηκε την κατά δεκαοκτώ χρόνια νεότερή του, συγγραφέα, Αράκι Σίγκε (荒木志げ, 1880-1936)11.
Στο Τόκιο, τοποθετήθηκε επικεφαλής του υγειονομικού σώματος της πρώτης μεραρχίας (一師団軍医部長). Κατά τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο (日露戦争, 1904-5) υπηρέτησε ως επικεφαλής του υγειονομικού σώματος της 2ης μεραρχίας (第2軍軍医部長), έχοντας ως βάση και πάλι τη Ματζουρία, όπου και έμεινε μέχρι τις αρχές του 1906. Το 1907 προήχθη στην ανώτατη θέση γιατρού στο στρατό, εκείνη του στρατηγού χειρούργου (軍医総監), ενώ έγινε και επικεφαλής του ιατρικού τμήματος του Υπουργείου Στρατού (陸軍省医務局長).
Τα χρόνια αυτά ασχολήθηκε περισσότερο με την ποίηση. Το 1906 χαρακτηριστικά, δημιούργησε, μαζί με τον καλό του φίλο Κάκο Τσουρούντο (賀古 鶴所, 1855-1931)12, την ποιητική ομάδα Τοκίουα (常磐会). Σε αυτή συμμετείχαν προσωπικότητες όπως ο μελλοντικός πρωθυπουργός και υψηλόβαθμος στρατιωτικός Γιαμαγκάτα Αριτόμο (山縣 有朋, 1838-1922), ενώ από το 1907 ο Ογκάι πραγματοποιούσε ποιητικές συναντήσεις στην οικία του (γνωστές ως 観潮楼歌会). Υπηρετούσε επίσης ως κριτικός τέχνης. Εδώ, αξίζει να αναφερθεί ότι εκτιμούσε ιδιαίτερα τη τέχνη και συχνά, εξέφραζε την αγανάκτησή του για το ότι πολλές φορές αυτή αντιμετωπιζόταν ως ένα ακόμη καταναλωτικό αγαθό.
Το 1909 ήταν που ξεκίνησε ουσιαστικά όμως και πάλι να είναι πιο ενεργός συγγραφικά. Η περίοδος αυτή αποκαλείται συχνά ως η περίοδος της “άφθονης συγκομιδής (豊熟の時代)”13 στην συγγραφική του καριέρα. Απαλλαγμένος πλέον σε μεγάλο βαθμό, από την ανησυχία τυχόν κρητικής από τους ανωτέρους του, παρήγαγε δικά του έργα, αλλά και αρκετές μεταφράσεις δυτικής λογοτεχνίας. Μεταξύ άλλων, τα χρόνια αυτά εργάστηκε με τους Γιοσάνο (βλέπε υποσημείωση 9) κ.α. στην έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού “Σουμπαρού (スバル)” (1909-1913), το οποίο υπήρξε κέντρο διάδοσης του Ρομαντισμού στην ιαπωνική λογοτεχνία, ενώ μεταξύ των μεταφράσεων που έκανε την περίοδο αυτή ήταν και μια πλήρης μετάφραση του 1ου και 2ου τμήματος του έργου του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (1749-1832), “Φάουστ (ファウスト)” (1913).
Τα έργα που έγραψε τα χρόνια αυτά ποικίλουν και καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος ειδών. Μεταξύ των πλέον γνωστών είναι η νουβέλα “Νεότητα (青年)” (1910-1), η ιστορική βιογραφία “Σιμπούε Τσουσάι (渋江抽斎)” (1916), αλλά και το “Vita Sexualis (ヰタ セクスアリス)”14 (1909), στο οποίο ο πρωταγωνιστής αναπολεί τις σεξουαλικές του εμπειρίες και προβληματίζεται για τη σεξουαλική επιθυμία και το οποίο απαγορεύτηκε λίγο μετά τη δημοσίευσή του.
Αυτή ήταν μια περίοδος που η λογοκρισία ξεκίνησε να εμφανίζεται πιο έντονα και το λεγόμενο “Περιστατικό Εσχάτης Προδοσίας (大逆事件)” (1911)15 έλαβε χώρα. Στο πλαίσιο αυτό, κάποια από τα έργα του Ογκάι φαίνεται ότι ασκούσαν πολιτική και κοινωνική κριτική. Το διήγημά του “Πύργος της Σιωπής (沈黙の塔)” (1910) λ.χ. ασκούσε κριτική στον αυστηρότερους ελέγχους της κυβέρνησης στις ακαδημαϊκές και λογοτεχνικές συζητήσεις μετά το προαναφερθέν περιστατικό. Ο ίδιος εξέφρασε έντονη ανησυχία για την κυβερνητική πολιτική καταστολής των αναρχικών και σοσιαλιστικών κύκλων. “Μια χώρα που εμποδίζει την ελεύθερη έρευνα στη μάθηση και την ελεύθερη ανάπτυξη των τεχνών δεν μπορεί να ευημερήσει”, έγραφε σε ένα άλλο του κείμενο.
Παράλληλα, το 1910, ξεκίνησε να εργάζεται στο πιο γνωστό του ίσως έργο, “Αγριόχηνα (雁)” (1910-3). Την ίδια χρονιά, έγινε σύμβουλος του λογοτεχνικού τμήματος του Πανεπιστημίου Κέιο (慶應義塾大学)16 και συνέβαλε στην κυκλοφορία του περιοδικού του τμήματος, Μίτα Μπούνγκακου (三田文學), ενώ ήταν με δική του [και του Ουέντα Μπιν (上田 敏, 1874-1916)] σύσταση που ο Ναγκάι Καφού (永井 荷風, 1879-1959) έγινε καθηγητής του τμήματος και ανέλαβε την αρχισυνταξία του περιοδικού. Σε αυτό εμφανίστηκε, για πρώτη φορά (1910) σε έντυπη μορφή, η ιστορία του Ογκάι, “Χάνακο (花子)”, η οποία περιγράφει μία συνάντηση μεταξύ του γνωστού γάλλου γλύπτη Auguste Rodin (1840-1917) και της Ιαπωνέζας ηθοποιού Χάνακο17.
Με τα χρόνια, ο Ογκάι ξεκίνησε να γράφει αρκετά κείμενα τα οποία εμπεριείχαν σημαντική ποσότητα ιστορικών πληροφοριών ή εστίαζαν σε ιστορικά γεγονότα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το έργο του, “Η Διαθήκη του Οκίτσου Γιαγκόεμον (興津弥五右衛門の遺書)” (1912), το οποίο αφορά την αυτοκτονία τζούνσι (殉死)18 ενός σαμουράι κατά την περίοδο Έντο (1603-1868). Πολλοί συνδέουν το έργο αυτό με το γεγονός του θανάτου του στρατηγού Νόγκι Μαρέσουκε (乃木 希典, 1849-1912), ο οποίος λίγο μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Μέιτζι (明治天皇, 1852-1912), πραγματοποίησε επίσης τζούνσι. Άλλο ένα παράδειγμα είναι το διήγημά “Βάρκα στον Ποταμό Τακάσε (高瀬舟)” (1916).
Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας εντάσσουν τα ιστορικά κείμενα του Ογκάι σε δύο γενικές κατηγορίες: Η πρώτη περιλαμβάνει τα “ιστορικά διηγήματα (歴史小説)” και αποτελείται από ιστορίες που ενσωματώνουν διάφορους βαθμούς μυθοπλασίας, καθώς και από αφηγήσεις ιστορικών γεγονότων που έχουν ανακατασκευαστεί σχολαστικά (για τη διατήρηση της ιστορικής ακρίβειας) και η δεύτερη περιλαμβάνει τις “ιστορικές βιογραφίες (史伝)”. Παρά το γεγονός ότι τα ιστορικά του κείμενα συχνά δεν είναι συνεπή στην ιστορική αλήθεια ή βασίστηκαν σε ελλιπή ιστορικά στοιχεία ή μέθοδο έρευνας, αυτά θεωρούνται ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα. Έχουν χαρακτηριστεί ως θαυμάσιες αφηγήσεις, ενώ το σύνολό τους ως συναρπαστικό και εποικοδομητικό σύνολο έργων. Σταδιακά, ο Ογκάι αφιερώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στη συγγραφή ιστορικής λογοτεχνίας και κάποιοι μελετητές του αναφέρουν ότι ήταν σαν να είχε βρει πλέον το πραγματικό του τομέα, ως συγγραφέας.
Το 1916 (μετά από 35 χρόνια υπηρεσίας) αποσύρθηκε-συνταξιοδοτήθηκε από το στρατό. Το 1917 διορίστηκε γενικός διευθυντής του Μουσείου της Αυτοκρατορικής Οικίας (帝室博物館) -σήμερα Εθνικό Μουσείο του Τόκιο (東京国立博物館)-, προϊστάμενος της βιβλιοθήκης του και αργότερα, του αυτοκρατορικού αρχείου. Το επόμενο έτος διορίστηκε επίσης, μέλος του Συμβουλίου του Αυτοκρατορικού Οίκου (御用掛). Το 1919 έγινε ο πρώτος Διευθυντής της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών (帝国美術院). Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε στενά με το Υπουργείο του Αυτοκρατορικού Οίκου (宮内省) και συμμετείχε σε διάφορες επιτροπές, για ζητήματα όπως η οργάνωση του αυτοκρατορικού οίκου, η διατήρηση ιστορικών και φυσικών μνημείων, η γλώσσα κ.α. Για το λόγο αυτό, τα χρόνια αυτά ταξίδευε συχνά στη Νάρα, όπου βρισκόταν μεγάλο τμήμα ιστορικού υλικού. Η υγεία του ωστόσο, ξεκίνησε σταδιακά να επιδεινώνεται.
Στο πλαίσιο των εργασιών του για την αυτοκρατορική οικία, το 1921, ολοκλήρωσε και δημοσίευσε τη “Μελέτη για τα Μεταθανάτια Ονόματα των Αυτοκρατόρων (帝諡考)”. Ο Ογκάι θεωρούσε ότι οι ονομασίες “Μέιτζι” και “Τάισο” είχαν επιλεγεί κάπως αυθαίρετα και αφιερώθηκε στην ιστορική έρευνα, πιστεύοντας ότι τα ονόματα των εκάστοτε ιστορικών εποχών θα έπρεπε να βασίζονται σε σταθερά ακαδημαϊκά κριτήρια. Μελέτησε λοιπόν την προέλευση των ονομάτων που είχαν χρησιμοποιηθεί παλαιότερα, με στόχο να θέσει τα θεμέλια για τις επιλογές στο μέλλον. Μάλιστα, ο Ογκάι είχε αρχίσει την αναζήτηση του ονόματος της νέας εποχής, καθώς ο αυτοκράτορας Τάισο (大正天皇, 1879-1926) υπέφερε από κακή υγεία και το υπουργείο είχε ξεκινήσει ήδη τις προετοιμασίες για την επόμενη αυτοκρατορική διαδοχή. Η υγεία του όμως, δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει το έργο19.
Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια έγραφε ποίηση, ενώ αφιέρωνε τα βράδια του στη μελέτη Κομφουκιανών λόγιων της περιόδου Έντο και τη συγγραφή των βιογραφιών τους. Γνωστά παραδείγματα είναι αυτά του Σιμπούε Τσουσάι (αναφέρθηκε νωρίτερα) και του Χότζιο Κατέι (北條霞亭, 1780-1823) (1917). Αξίζει να αναφερθεί ότι και οι δύο αυτοί άνδρες ήταν λόγιοι, γιατροί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι, οι οποίοι ασχολήθηκαν επίσης με τη λογοτεχνία και τις τέχνες. Ακόμα, την περίοδο 1921-2 δημοσίευσε στο περιοδικό Μιότζο, σειρά κριτικών άρθρων με τίτλο “Από ένα Παλιό Σημειωματάριο (古い手帳から)”.
Τον Ιούλιο του 1922, ο Ογκάι πέθανε (σε ηλικία 60 ετών) από νεφρική ατροφία και φυματίωση. Λίγο πριν πεθάνει, άφησε μια “διαθήκη” στον κοντινό του φίλο, Κάκο, όπου ανέφερε πως επιθυμούσε να πεθάνει απλά ως ο Μόρι Ρίνταρο από το Ιουανάμι20. Πως η μόνη επιγραφή που θα έπρεπε να έχει ο τάφος του ήταν: “Τάφος του Μόρι Ρίνταρο”. Οποιεσδήποτε περαιτέρω τιμές από το Υπουργείο του Αυτοκρατορικού Οίκου ή τον στρατό θα έπρεπε να απορριφθούν.
Ο Ογκάι υπήρξε μία σημαντική προσωπικότητα των εποχών Μέιτζι και Τάισο και οπωσδήποτε, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιαπωνικής λογοτεχνίας. Το συνολικό του συγγραφικό έργο (πεζογραφία, ποίηση, θεατρικά έργα, κριτικές, μεταφράσεις, επιστημονικά άρθρα κ.α.) συνθέτει 38 τόμους (έκδοση του 1990). Τα γραπτά του είχαν τεράστια επιρροή στους μεταγενέστερους ποιητές και συγγραφείς της χώρας, ενώ οι μεταφράσεις του άνοιξαν νέους ορίζοντες στον λογοτεχνικό κόσμο της εποχής του. Συχνά, η ζωή και το έργο του μελετώνται (ή και συγκρίνονται) μαζί με εκείνα του σύγχρονού του και πολύ σημαντικού συγγραφέα, Νατσούμε Σόσεκι (夏目 漱石, 1867-1916).
Οι ιστορίες του Ογκάι φαντάζουν συχνά γνώριμες, αλλά ταυτόχρονα απόμακρες. Κάποιες ιστορίες του μοιάζουν ολοκληρωμένες, άλλες καθόλου. Οι πρωταγωνιστές τους συνηθισμένοι, αλλά και ιδιαίτεροι. Κάποιοι μάλιστα, υποστηρίζουν ότι μπορεί κανείς στις μέρες μας να ακούσει ακόμη, χαρακτήρες των έργων του να συζητιούνται στις γειτονιές όπου αυτές έλαβαν χώρα, σαν να ήταν πραγματικά πρόσωπα.
Η κοινωνική και πολιτική του θέση ανά τα χρόνια, “επέτρεπε” διαφορετικές προσεγγίσεις στα γραπτά του. Όντας από την πρώτη γενιά νεαρών που στάλθηκαν στο εξωτερικό, όταν επέστρεψε, εργάστηκε στους συντηρητικούς κύκλους της ιαπωνικής κοινωνίας. Σε πολλά από τα γραπτά του είναι προφανές ότι εξέφραζε προσωπικές του ανησυχίες, οι οποίες σχετίζονταν τόσο με κοινωνικά ζητήματα, όσο και πιο προσωπικά. Τέλος, ήταν πάντα έτοιμος να ασκήσει κριτική (θετική ή αρνητική), τόσο στον ιατρικό όσο και τον λογοτεχνικό κόσμο.
Η ζωή του και τα έργα του έχουν υπάρξει βάση συγγραμμάτων, σεναρίων σειρών και ταινιών, άνιμε και μάνγκα. Από τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι η ταινία “Επιστάτης Σάνσο” (1954), σε σκηνοθεσία του Μιζογκούτσι Κέντζι (溝口 健二, 1898-1956), η οποία βασίστηκε στο ομότιτλο του έργο (山椒大夫, 1915), ενώ οι φίλοι των άνιμε και μάνγκα θα τον θυμούνται στη σειρά “Bungo Stray Dogs”. Στο Τόκιο, στο σημείο όπου βρισκόταν η κατοικία του, υπάρχει μουσείο αφιερωμένο στη μνήμη του (文京区立森鴎外記念館).
Υποσημειώσεις
1 Κατά την εποχή Έντο (1603-1867) τα ολλανδικά αποτελούσαν τη «διεθνή γλώσσα» στην Ιαπωνία. Η πολιτική απομονωτισμού που εφαρμόστηκε τα χρόνια εκείνα επέτρεψε, κατ’εξαίρεση, την ύπαρξη μιας oλλανδικής βάσης, στο τεχνητό νησί Ντετζίμα στο Ναγκασάκι, η οποία και ήταν η βασικότερη πηγή επαφών (εμπορικών και πνευματικών) με τον υπόλοιπο κόσμο. «Ελεγχόμενες» επαφές υπήρχαν μόνο με τις Κίνα, Κορέα και κάποιες νήσους (που αργότερα προσαρτήθηκαν στην Ιαπωνία).
2 Ο όρος αναφέρεται στην επαναφορά της εξουσίας (1868) στα χέρια του αυτοκράτορα (ή μάλλον στα χέρια των ισχυρών ανδρών επαρχιών όπως οι Σατσούμα και Τσόσιου) και τη πτώση της κυβέρνησης υπό τον Σόγκουν (διαβάστε για τον τελευταίο σόγκουν εδώ. Η Παλινόρθωση έφερε μαζί της σειρά μεταρρυθμίσεων για τον “εκμοντερνισμό” και την οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση της χώρας.
3 Υπήρχαν αρκετά σχολεία για ξένες γλώσσες την εποχή και ιδίως αγγλικών, τα οποία προετοίμαζαν τους μαθητές και για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
4 Αρχαία μορφή ιαπωνικής ποίησης. Μεταφράζεται ως «Ιαπωνικό τραγούδι/ποίηση» (和歌 ή παλαιότερα 倭歌) και αποτελεί πρόδρομο του χάικου.
5 Αυτό βρίσκεται στο σε ένα από τα μέρη όπου έμεινε στο Βερολίνο και ανήκει στο Humboldt University of Berlin.
6 Στρατιωτικός-γιατρός και αργότερα, πρόεδρος του Ιαπωνικού Ερυθρού Σταυρού.
7 Μορφή γραφής σε κλασικά κινεζικά, η οποία χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην Ιαπωνία, από την περίοδο Νάρα (710-794) μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα.
8 Φαίνεται ότι οι γονείς του ήθελαν τον συγκεκριμένο γάμο. Τον Ογκάι στην Ιαπωνία είχε ακολουθήσει μία νεαρή από τη Γερμανία ωστόσο, η σχέση τους δεν κράτησε πολύ. Ο διανοούμενος και πολιτικός Νίσι Αμάνε (西 周, 1829-1897) έπαιξε τον ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ των δύο πλευρών.
9 Συγγραφέας, σύζυγος της Γιοσάνο Άκικο (与謝野 晶子, 1878-1942). Ο Ογκάι διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την οικογένεια των Γιοσάνο. Ήταν μάλιστα νονός (名付け親) των δίδυμων κοριτσιών που η Άκικο γέννησε το 1907.
10 Ο 1ος Σινοϊαπωνικός Πόλεμος (1894-5) έληξε με τη νίκη της Ιαπωνίας. Το 1895, ο πρωθυπουργός Ιτό Χιρομπούμι (伊藤博文, 1841-1909) [μαζί με τον υπουργό εξωτερικών Μούτσου Μουνεμίτσου (陸奥 宗光, 1844-1897)] προχώρησε στην υπογραφή της Συνθήκης του Σιμονόσεκι (下関条約), η οποία προέβλεπε μεταξύ άλλων, την παραχώρηση της Ταϊβάν (Φορμόζας) στην Ιαπωνία.
11 Ήταν ο δεύτερος γάμος και για τους δύο και φαίνεται ότι ξεκίνησε με θετικά σημάδια ωστόσο, η επιστροφή στο Τόκιο και η συμβίωση με την μητέρα του Ογκάι έφεραν εντάσεις. Το έργο του “Μισή Ημέρα (半日)” (1909) λέγεται ότι αντλούσε από αυτές. Οι δυο τους απέκτησαν τέσσερα παιδιά (ένα πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννα). Ο Ογκάι αναφέρεται συχνά ως ένας στοργικός πατέρας. Όλα τα παιδιά του έγιναν συγγραφείς και έγραψαν για τις αναμνήσεις τους από αυτόν. Η κόρη του, Μόρι Μάρι (森 茉莉, 1903-1987) έμεινε γνωστή για τα έργα της, αλλά και ως εκείνη η οποία έθεσε τις βάσεις για τη γέννηση του είδους Γιαόι (やおい).
12 Επίσης στρατιωτικός γιατρός και ποιητής. Συχνά αναφέρεται ως ο πατέρας της ωτορινολαρυγγολογίας στην Ιαπωνία.
13 Μια φράση που αποδίδεται στον συγγραφέα και γιατρό Κινοσίτα Μοκουτάρο (木下 杢太郎, 1885-1945).
14 Αποτελεί το μόνο έργο του Ογκάι που έχει μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα, ως “Η Ερωτική Μαθητεία Του Καθηγητή Κανάι Σιζούκα”, σε μετάφραση της Λένας Μιλιλή από τις εκδόσεις Ηρόδοτος.
15 Αναφέρεται σε μια συνωμοσία για τη δολοφονία του αυτοκράτορα Μέιτζι, το 1910. Οδήγησε σε μαζικές συλλήψεις ατόμων που συνδέονταν με αριστερούς και αναρχικούς κύκλους και στην εκτέλεση 12 εξ’ αυτών, το 1911. Μεταξύ των εκτελεσθέντων ήταν ο αναρχικός Κότοκου Σιουσούι (幸徳 秋水, 1871-1911) και η δημοσιογράφος και αγωνίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών, Κάννο Σούγκα (管野 スガ, 1881-1911).
16 Είχε διδάξει στο Πανεπιστήμια Κέιο το μάθημα της αισθητικής (審美学), την περίοδο 1892-1899.
17 Ο Ογκάι δεν δίνει πολλές πληροφορίες για την ίδια την Χάνακο στην ιστορία του. Γνωρίζουμε ωστόσο, ότι Χάνακο ήταν το καλλιτεχνικό όνομα της ηθοποιού Ότα Χίσα (太田ひさ, 1868-1945). Η ίδια εντάχθηκε σε έναν περιοδεύοντα θίασο ηθοποιών και έφυγε για τη Δανία το 1902. Το 1906, έκανε το μοντέλο για τον Ροντέν και στη συνέχεια, ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τον ίδιο και τη σύζυγό του. Ήταν σε θέση να κρατάει μια σταθερή πόζα για μεγάλο χρονικό διάστημα, διατηρώντας το σώμα της σε ένταση, και αυτό φαίνεται ότι εντυπωσίαζε τον Ροντέν. Υπάρχουν πενήντα οκτώ έργα του που βασίζονται σε αυτήν. Δύο από αυτά (δύο μάσκες) της είχαν χαριστεί. Τα έφερε στην Ιαπωνία, όπου έφτασε τον Δεκέμβριο του 1921. Αργότερα τα πούλησε σε έναν έμπορο στο Τόκιο και έτσι δεν καταστράφηκαν κατά τον βομβαρδισμό του σπιτιού της από αμερικανική αεροπορική επιδρομή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ογκάι είχε ακούσει για τη συνάντηση μεταξύ του Ροντέν και της Χάνακο από τον γιο του, ο οποίος είχε μάθει γι’ αυτήν από έναν του δάσκαλο (δηλαδή τον διερμηνέα στη ιστορία).
18 Τελετουργική αυτοκτονία η οποία υποδηλώνει την πράξη του να ακολουθήσει κανείς τον άρχοντα του στο θάνατο.
19 Ήταν ο Γιοσίντα Μάσουζο (吉田 増蔵, 1866-1941) που έδωσε εν τέλει το όνομα της εποχής, Σόουα (昭和, 1926-1889) .
20 Η επαρχία στην οποία άνηκε η περιοχή που γεννήθηκε (石見国).