Μόρι Αρινόρι

Φωτ.: Japan National Diet Library’s website (https://www.ndl.go.jp/en/index.html)

Ο Μόρι θεωρείται μία από εκείνες τις προσωπικότητες της περιόδου Μέιτζι, που συνέβαλαν τόσο στον εκμοντερνισμό της χώρας, όσο και στη διαμόρφωση του σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος της Ιαπωνίας. Για τον ίδιο, ο ρόλος της εκπαίδευσης ήταν κεντρικός για τον εκμοντερνισμό και την ενδυνάμωση της χώρας, οι οποίοι ήταν οι σκοποί για τους οποίους ο ίδιος εργαζόταν (ως διπλωμάτης και πολιτικός).

Ο Μόρι Αρινόρι (森 有礼) γεννήθηκε το 1847 στην Καγκοσίμα της επαρχίας Σατσούμα (σήμερα νομός Καγκοσίμα) σε οικογένεια σαμουράι. Μεγαλώνοντας σε μια περίοδο που το ενδιαφέρον της Σατσούμα για τη δυτική τεχνολογία ήταν αυξημένο1, αφού έλαβε την τυπική εκπαίδευση ενός σαμουράι στο σχολείο της επαρχίας (造士館), έμαθε αγγλικά φοιτώντας στο Γιόγκακκο Καϊσέιτζο (洋学校 開成所), μια σχολή δυτικών επιστημών που η περιφέρεια είχε δημιουργήσει ώστε να προωθήσει τη δυτική γνώση.

Το 1865 ο Μόρι, μαζί με άλλους νεαρούς σαμουράι, στάλθηκε από την επαρχία του σε μια μυστική αποστολή2 στη Μεγάλη Βρετανία, με σκοπό τη βαθύτερη μελέτη δυτικών επιστημών και τεχνολογιών (συγκεκριμένα χημείας, φυσικής, ιστορίας, μαθηματικών, καθώς και ναυτικής) στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Σύντομα άρχισαν όμως να του τραβούν την προσοχή και θέματα σχετικά με τη διοικητική και οικονομική οργάνωση του κράτους. Το καλοκαίρι του 1866 ταξίδεψε, μαζί με τον Ματσουμούρα Τζούνζο (松村淳蔵, 1842-1919)3, στη Ρωσία, με στόχο να διευρύνει τις ναυτικές αλλά και γεωπολιτικές γνώσεις του.

Το 1867 πήγε στις ΗΠΑ, προτρεπόμενος από τον διπλωμάτη και επίσημο εγγυητή τους στη Μεγάλη Βρετανία, Laurence Oliphant(1829-1888). Έγινε μέλος της ουτοπικής χριστιανικής σέκτας «Αδελφότητα της Νέας Ζωής», του («εν ζωή Κομφούκιου» όπως τον αποκαλούσε ο Oliphant) Thomas Lake Harris (1823–1906), η οποία ασκούσε κριτική στην ματεριαλιστική και ατομικιστική εικόνα των δυτικών κοινωνιών. Η ζωή στην «αποικία» της σέκτας περιλάμβανε χειρονακτική εργασία και πειθαρχία. Η Παλινόρθωση Μέιτζι (1868) ωστόσο και οι εξελίξεις που την ακολούθησαν, έπεισαν τον Μόρι να επιστρέψει στην Ιαπωνία, ώστε να εργαστεί για τη νέα κυβέρνηση. Ο Harris φαίνεται πως τον έπεισε πως το καθήκον του ήταν να γυρίσει στην Ιαπωνία και να συμβάλει στην αναδιοργάνωση της χώρας, ενώ και ο Μόρι από την πλευρά του, φαίνεται πως ήλπιζε ότι θα μπορούσε να συμβάλλει στη δημιουργία μιας κοινωνίας βασισμένης στην ισότητα και την ανιδιοτέλεια.

Με άριστη γνώση αγγλικών και προερχόμενος από την ισχυρή πολιτικά Σατσούμα, ο Μόρι γρήγορα απέκτησε υψηλόβαθμη θέση στη νέα κυβέρνηση Μέιτζι. Τα καθήκοντά του αφορούσαν κυρίως ζητήματα εξωτερικών υποθέσεων, παιδείας και διοίκησης, με την επιρροή του όμως να είναι περιορισμένη. Αναγκάστηκε σύντομα να παραιτηθεί, δεχόμενος μάλιστα απειλές για τη ζωή του, λόγω της έντονης κριτικής του νομοθετικού συμβουλίου (公議所) το οποίο ήταν αντίθετο στο πρόγραμμά του Μόρι, που προέβλεπε την κατάργηση του προνομίου της τάξης των σαμουράι να κουβαλάει σπαθιά (η απαγόρευση ήρθε το 1876).

Γύρισε για λίγο στην Καγκοσίμα, όπου ίδρυσε ένα σχολείο αγγλικών ωστόσο, το 1870 κλήθηκε να επιστρέψει στην υπηρεσία της κυβέρνησης. Οι γνώσεις του ήταν απαραίτητες στην φάση εκείνη που η χώρα εδραίωνε, μεταξύ άλλων, την διπλωματία της και ο ίδιος ορίστηκε (1871) ως ο πρώτος απεσταλμένος αντιπρόσωπος της κυβέρνησης στην Ουάσινγκτον, στις ΗΠΑ.

Έμεινε εκεί τρία χρόνια. Μαζί με τα διπλωματικά του καθήκοντα, ανέλαβε τη μελέτη και συγκέντρωση υλικού που θα συνέβαλε στον εκμοντερνισμό-μεταρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ιαπωνία. Έκανε επαφές με σειρά πρόσωπα που πίστευε πως θα παρείχαν χρήσιμες συμβουλές για το έργο αυτό και μελέτησε εις βάθος τον δυτικό πολιτισμό και τους θεσμούς του. Μάλιστα συνέγραψε και ένα από τα πρώτα βιβλία γραμμένα από Ιάπωνες στα αγγλικά, με τίτλο «Education in Japan (Εκπαίδευση στην Ιαπωνία)».

Σε αυτό μεταξύ άλλων, αναφερόταν στα ηθικά παραπτώματα των Σατσούμα και Τσόσιου στην προσπάθεια ισχυροποίησης τους κατά τα χρόνια της πτώσης του Σογκουνάτου, στις πιέσεις που ασκήθηκαν στη χώρα από τα κράτη της δύσης και στην ανάγκη εδραίωσης ενός κράτους που θα στηρίζεται σε ηθικές και νομικές βάσεις. Παράλληλα, αναγνώριζε την αυτοκρατορική γενεαλογία, ενώ εξέφραζε την πεποίθηση πως η νέα γενιά, εξοικειωμένη με τις δυτικές γνώσεις θα μπορούσε να συμβάλλει πιο αποτελεσματικά στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνταν. Στο βιβλίο του «Religious Freedom in Japan (Θρησκευτική ελευθερία στην Ιαπωνία)» εξέφραζε την άποψή του για την σημασία της θρησκευτικής ελευθερίας ως φυσικού δικαιώματος του ανθρώπου. Παράλληλα, στις αρχές του 1872, ήταν εκείνος που υποδέχθηκε στην Ουάσινγκτον τη λεγόμενη «Αποστολή Ιουακούρα (岩倉使節団, 1871-72)» και που ανέλαβε την μικρή τότε Τσουντά Ούμεκο5 .

Το 1873 επέστρεψε στην Ιαπωνία και ξεκίνησε να εργάζεται στο τμήμα εξωτερικών υποθέσεων, στο οποίο παρέμεινε μέχρι το 1875. Παράλληλα, ίδρυσε (ύστερα από δική του πρωτοβουλία), μαζί με προσωπικότητες όπως οι Φουκουζάουα Γιουκίτσι (福澤 諭吉, 1835-1901) και Νίσι Αμάνε (西 周, 1829-1897) την «Μεϊρόκουσα (明六社, Κοινωνίας της 6ης Μέιτζι)» (1873), η οποία έχοντας ως στόχο της την εκπαίδευση του κοινού και την προώθηση του εκμοντερνισμού της κοινωνίας, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάδοση της δυτικής σκέψης στις αρχές της περιόδου Μέιτζι (1868-1912). Δημοσίευσε πολλά του κείμενα στο περιοδικό της, «Μέιροκου Ζάσι (明六雜志)», σε ένα μεγάλο εύρος θεματολογίας, όπως η θρησκεία, η εκπαίδευση, το κοινοβουλευτικό σύστημα και η ενδυνάμωση των γυναικών.

Χαρακτηριστικά, (στην σειρά άρθρων του με τον τίτλο «Περί συζύγων και ερωμένων (妻妾論)») ο Μόρι άσκησε ιδιαίτερη κριτική στην πρακτική των συζύγων να διατηρούν πέρα από τη νόμιμη σύζυγό τους μια ερωμένη, αλλά και στη σχέση αφέντη-δούλου που όπως υποστήριζε χαρακτήριζε συχνά τη σχέση μεταξύ των δύο συζύγων. Ο ίδιος μάλιστα παντρεύτηκε σε μια τελετή που θεωρείται ως ο πρώτος γάμος δυτικού τύπου στην Ιαπωνία. Με μάρτυρα τον Φουκουζάουα, ήταν ένας γάμος συμφωνίας και ανάθεσης αμοιβαίων υποχρεώσεων μεταξύ δύο μερών, υπό τον κυβερνήτη του Τόκιο και σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Οι απόψεις του βέβαια για τη σχέση των δύο φύλων φαίνεται πως παρέμεναν στο πλαίσιο της εποχής. Παρά την διαφορά στα δύο φύλα και τους ρόλους τους (με τον ρόλο της γυναίκας να είναι καλή σύζυγος, σοφή μητέρα), οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως φύλου, θα έπρεπε να είναι ίσοι απέναντι στο νόμο. Η γυναίκες έπρεπε να είναι μορφωμένες και να έχουν δικαιώματα για να εκπληρώσουν και εκείνες το καθήκον τους, ως σύζυγοι και μητέρες, για την ενδυνάμωση της χώρας.

Στα άρθρα του επίσης, μεταξύ άλλων, πρότεινε την υιοθέτηση της αγγλικής γλώσσας έναντι της ιαπωνικής. Η ιαπωνική θα μπορούσε να χρησιμοποιείται στην καθημερινότητα, αλλά στα σχολεία θα έπρεπε να χρησιμοποιείται η αγγλική, καθώς ήταν καταλληλότερη για τις επιστήμες. Βεβαίως του ασκήθηκε έντονη κριτική, ιδίως από εκείνους οι οποίοι έβλεπαν αρνητικά την δυτική επίδραση στην Ιαπωνία. Παράλληλα, πρότεινε την πειθαρχημένη ηθική καλλιέργεια στα σχολεία, ιδιαίτερα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και την αργότερη επιστημονική μελέτη βασισμένη στην ακαδημαϊκή ελευθερία. Ο Μόρι ήταν αντίθετος στη διαδεδομένη μεθοδολογία της Κομφουκιανικής εκπαίδευσης, η οποία προωθούσε την αποστήθιση των κλασσικών κειμένων. Υποστήριζε πως οι μαθητές πρέπει μέσα από την εκπαίδευση να αναπτύσσουν τον δικό τους τρόπο σκέψης και όχι να τους επιβάλλονται φιλοσοφικές, θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις. Την εποχή εκείνη, ήταν επίσης ενάντια στην άμεση εκλογή μελών του κοινοβουλίου. Για εκείνον, οι δημοκρατικοί θεσμοί εξελίσσονταν μέσα από την δημιουργία ηθικής κοινωνίας των πολιτών.

Το 1875 ίδρυσε, με την βοήθεια του Σιμπουσάουα Εϊίτσι την Εμπορική Σχολή του Τόκυο (商法講習所), πρόδρομο του Πανεπιστημίου Χιτοτσουμπάσι (一橋大学). Την περίοδο 1876-1877 διετέλεσε υπουργός στην Κίνα. Στη συνέχεια, εργάστηκε στο τμήμα εξωτερικών ζητημάτων. Το 1880 διετέλεσε και πάλι υπουργός αυτή τη φόρα στη Μεγάλη Βρετανία. Έμεινε εκεί τέσσερα χρόνια και στη διάρκεια αυτών είχε επαφές με προσωπικότητες όπως ο φιλόσοφος Herbert Spencer (1820-1903), ενώ σύχναζε στο Athenaeum Club του Λονδίνου.

Το 1884, όταν επέστρεψε στην Ιαπωνία, άρχισε να εργάζεται στο εκπαιδευτικό τμήμα το οποίο τον επόμενο χρόνο, υπό το νέο σύστημα αποτέλεσε το νεοσυσταθέν υπουργείο Παιδείας και ο Μόρι τον πρώτο υπουργό παιδείας της χώρας, στην κυβέρνηση του Ίτο Χιρομπούμι (伊藤 博文, 1841-1909)6, με τον οποίο είχαν κάνει επαφές τα προηγούμενα χρόνια και είχαν παρόμοιες απόψεις για τον σχεδιασμό και τον ρόλο που το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα έπρεπε να πάρει. Επιπλέον, και για τους δύο, ο απώτερος σκοπός της εκπαίδευσης ήταν η ενδυνάμωση της χώρας.

Το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής, βασιζόταν στο Βασικό Κώδικα για την Εκπαίδευση, ο οποίος είχε εκδοθεί το 1872 και έθετε τους στόχους για την εγχώρια εκπαίδευση και με το οποίο ωστόσο, δεν εφαρμόστηκε (και λόγω έλλειψης πόρων) ένα κεντρικά οργανωμένο και ελεγχόμενο σύστημα εκπαίδευσης. Πολλά σχολεία υποστηρίζονταν από τις τοπικές ελίτ ή συγκεκριμένες ομάδες (π.χ. θρησκευτικές), ενώ το περιεχόμενο των μαθημάτων τους διέφερε σημαντικά και εξαρτιόταν από τους σκοπούς του κάθε σχολείου. Υπήρχε λοιπόν η ανησυχία για το πως να ελεγχθεί η γνώση που παρέχεται στη νέα γενιά. Η εποχή απαιτούσε εξοικείωση με τις δυτικές γνώσεις, αλλά η διατήρηση των ηθικών κανόνων που κυρίως η Κομφουκιανική παράδοση όριζε θεωρούταν από πολλούς εξίσου σημαντική. Οι φωνές μεταξύ συντηρητικών και μη, για το προς τα που θα έπρεπε να κινηθεί η εκπαίδευση, έκαναν το ζήτημα του ορισμού ενός σημείου ισορροπίας επιτακτικό. Ο Μόρι συνεπώς ανέλαβε την ευθύνη αυτή.

Το 1886 εισήγαγε σειρά μεταρρυθμίσεων, ειδικά στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτές αφορούσαν την οργάνωση, υπό κυβερνητική καθοδήγηση και έλεγχο, ενός προγράμματος εκπαίδευσης βασισμένου σε πνευματική και σωματική άσκηση, μέσω ενός συστήματος πειθαρχίας και αφοσίωσης στην αυτοκρατορική οικογένεια και τη χώρα. Ένας από τους βασικούς προβληματισμούς του Μόρι ήταν η εύρεση τρόπου καλλιέργειας ενός ενωτικού, πατριωτικού αισθήματος στη νέα γενιά. Ο Μόρι μιλούσε για τον σκοπό της εκπαίδευσης να δημιουργήσει πίστη προς το έθνος, ώστε αυτό να καταστεί ισχυρό στη διεθνή σκηνή ωστόσο, το κράτος ως οντότητα ήταν στα χέρια ισχυρών προσωπικοτήτων (οι οποίες είχαν αναδειχθεί τα προηγούμενα χρόνια) και δεν μπορούσε να αποτελέσει ενωτικό στοιχείο. Έτσι, ο ίδιος επέλεξε να θέσει στην κορυφή (σύμβολο) του έθνους την αυτοκρατορική οικογένεια-παράδοση (όχι όμως τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ώστε να αποφύγει τη σύνδεση του έθνους με συγκεκριμένα πρόσωπα).

Το σύστημα του Μόρι βασιζόταν σε μια στρατιωτικού τύπου φυσική εκπαίδευση στα σχολεία, παράλληλα με την πνευματική. Πίστευε πως η φυσική κατάσταση αποτελεί προϋπόθεση για την πνευματική και ηθική καλλιέργεια και πως εκεί οι ιάπωνες υστερούσαν. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση καθιερώθηκαν, πέρα από τα απλά γυμνάσια, τα ανώτερα γυμνάσια (高等中学校), τα οποία προετοίμαζαν τους (ελίτ) μαθητές για το πανεπιστήμιο. Για τον Μόρι, η πρωτοβάθμια και βασική δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποσκοπούσαν στην παροχή εκπαίδευσης στον απλό λαό, ώστε να τον προετοιμάσουν για εργασία (πρακτική εκπαίδευση), ενώ οι ανώτερες σχολές αφορούσαν τα άτομα εκείνα τα οποία θα αναλάμβαναν σημαντικότερες θέσεις στην κοινωνία. Επιπλέον, καθιέρωσε το Αυτοκρατορικό (πλέον) Πανεπιστήμιο του Τόκιο ως κεντρικό κρατικό εκπαιδευτικό ίδρυμα του οποίου οι απόφοιτοι απολάμβαναν σημαντικό κύρος και αξιώματα.

Ο Μόρι διαχώριζε τις έννοιες μάθηση (学問), η οποία εμπεριέχει την έννοια της ατομικής εξέλιξης, και ανατροφή (教育), η οποία αναφέρεται στην πνευματική, ηθική και φυσική εκπαίδευση-καθοδήγηση που παρέχεται από έναν δάσκαλο. Στο σύστημα του λοιπόν, η πρωτοβάθμια εκπαίδευση7 παρέχει τις βάσεις για την μάθηση η οποία εκφράζεται ιδίως στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (στα πανεπιστήμια), όπου η προσωπική πορεία του φοιτητή εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τον ίδιο.

Στο πλαίσιο αυτό, εισήγαγε μεταρρυθμίσεις και στην εκπαίδευση των δασκάλων, ο ρόλος των οποίων ήταν καθοριστικός στο σύστημά του. Έτσι, αυτή θα λάμβανε πλέον πιο αυστηρή μορφή και θα περιλάμβανε στρατιωτική εκπαίδευση, με υποχρεωτική διαμονή σε κοιτώνες. Οι υποψήφιοι δάσκαλοι μέσα από την εκπαίδευση θα έπρεπε να αναπτύξουν τρεις βασικές αρετές: υπακοή, εμπιστοσύνη και αξιοπρέπεια. Να μπορούν δηλαδή αργότερα να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες, να πειθαρχούν τους μαθητές και να τους εμφυσούν την ορθή διαγωγή. Τέλος, οι δάσκαλοι έπρεπε να το καλλιεργούν στα παιδιά το αίσθημα της αμοιβαιότητας, που για τον Μόρι ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα των Ιαπώνων.

Ο Μόρι πίστευε πως η εκπαίδευση ήταν στενά συνδεδεμένη με την αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, ενώ η τελευταία συχνά φαινόταν στη δύση να μην εκφράζει το σύνολο των πολιτών αλλά τα συμφέροντα συγκεκριμένων προνομιούχων κοινωνικών τάξεων. Έτσι ο ίδιος παρέμενε σκεπτικός ως προς την αποτελεσματικότητα του συστήματος αυτού. Η ύπαρξη ανισοτήτων απαιτούσε τον σχεδιασμό μιας κυβέρνησης, με κέντρο τον αυτοκράτορα, η οποία θα υπηρετούσε όλο το εύρος των πολιτών. Ένα κοινοβούλιο που θα αποτελείται από αξιόλογες προσωπικότητες θα ήταν η ιδανική επιλογή για το εθνικό συμφέρον. Για τον Μόρι, ο Ιαπωνικός πολιτισμός ήταν ανώτερος από εκείνον της δύσης στο ότι η κοινωνία λειτουργούσε με το αίσθημα της αμοιβαιότητας και όχι σε ωφελιμιστικές βάσεις.

Δέχθηκε κριτική για τις απόψεις του και τις πολιτικές του, συχνά χαρακτηρισμένων ως ακραίων από τους παραδοσιακούς κύκλους της εποχής. Πολλοί μάλιστα ήταν ενάντια στον διορισμό του στο υπουργείο και φαίνεται πως δεν ήταν πολύ δημοφιλής, ούτε και μετά από αυτόν. Το γεγονός πως θεωρούταν χριστιανός (σύμφωνα βέβαια με τον ίδιο δεν υποστήριζε καμία θρησκεία), αλλά και το νεαρό της ηλικίας του (ήταν το νεώτερο μέλος της κυβέρνησης όταν διορίστηκε), δεν βοηθούσαν την κατάσταση. Παράλληλα, ο Μόρι περιγράφεται ως κάποιος με μεγάλη αυτοεκτίμηση και περιέργεια, αλλά και ως επηρεάσιμος και απερίσκεπτος. Συμμετείχε λ.χ. στις προπαρασκευαστικές εργασίες για τη συγγραφή του συντάγματος Μέιτζι ωστόσο, φαίνεται πως δεν είχε μεγάλη επιρροή και πως οι απόψεις του συχνά ήταν αντίθετες με εκείνες της πλειοψηφίας του υπεύθυνου συμβουλίου, ενώ συχνά ενοχλούσαν.

Στις 11 Φεβρουαρίου του 1889, την ημέρα της διακήρυξης του Συντάγματος Μέιτζι (大日本帝国憲法), ο Μόρι δολοφονήθηκε στο σπίτι του, από τον Νίσινο Μπουνταρό (西野文太郎,  1865-1889), ο οποίος θεωρούσε πως ο Μόρι δεν έδειχνε τον απαιτούμενο σεβασμό στον αυτοκράτορα και την σιντοϊστική παράδοση. Καθώς ο Μόρι ετοιμαζόταν για να πάει στις σχετικές εκδηλώσεις, μαχαιρώθηκε από τον Νίσινο (σκοτώθηκε επί τόπου από τον σωματοφύλακα του Μόρι), ο οποίος είχε έρθει στην οικία του ζητώντας να τον συναντήσει. Πέθανε λίγο αργότερα. Σύμφωνα με τον Νίσινο (είχε μαζί του ένα μανιφέστο), ο Μόρι κατά την επίσκεψή του στο Μεγάλο Ναό του Ίσε (αφιερωμένου στη θεά του ηλίου, Αματεράσου), δεν έδειξε τον δέοντα σεβασμό, μη τηρώντας το σχετικό πρωτόκολλο (λεγόταν πως εισήλθε στον ιερό χώρο χωρίς να βγάλει τα παπούτσια του και πως σήκωσε μια από τις κουρτίνες που κάλυπταν ένα ιερό αντικείμενο με το μπαστούνι του). Ο θάνατος του υπουργού παιδείας ήταν βεβαίως μία σοκαριστική είδηση των ημερών ωστόσο, φαίνεται πως πολλοί είδαν τον Νίσινο με ένα αίσθημα συμπάθειας.

Ο Μόρι θεωρείται μία από εκείνες τις προσωπικότητες της περιόδου Μέιτζι, που συνέβαλαν τόσο στον εκμοντερνισμό της χώρας, όσο και στη διαμόρφωση του σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος της Ιαπωνίας. Για τον ίδιο, ο ρόλος της εκπαίδευσης ήταν κεντρικός για τον εκμοντερνισμό και την ενδυνάμωση της χώρας, οι οποίοι ήταν οι σκοποί για τους οποίους ο ίδιος εργαζόταν (ως διπλωμάτης και πολιτικός). Παρ’ όλο που το σχέδιο του για την εκπαίδευση δεν μπόρεσε να ακολουθήσει ακριβώς την πορεία που ο ίδιος ευχόταν –τον επόμενο χρόνο από το θάνατό του εκδόθηκε το Αυτοκρατορικό Διάταγμα για την Εκπαίδευση [με την επιρροή του συντηρητικού Μοτόντα Έϊφου (元田永孚, 1818-1891)], το οποίο εισήγαγε αλλαγές τις οποίες ο ίδιος προσπάθησε να αποφύγει-, η βασική του δομή παρείχε ένα οργανωμένο, αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα για τις επόμενες δεκαετίες. Ταυτόχρονα όμως, σύμφωνα με πολλούς, η προσπάθειά του να στρατιωτικοποιήσει την εκπαίδευση (ιδίως των εκπαιδευτικών) δημιούργησε τις βάσεις για την αυταρχική στροφή της χώρας τα επόμενα χρόνια.

Υποσημειώσεις

1 Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1862 έλαβε χώρα το λεγόμενο «Περιστατικό Ναμαμούγκι» όπου ένας βρετανός έμπορος, εν ονόματι Charles Lennox Richardson (1834-1862), δολοφονήθηκε στο Ναμαμούγκι, από έναν υποτακτικό του οίκου Σιμάζου (του διοικητικού οίκου της Σατσούμα) για ασέβεια, όταν βρέθηκε μπροστά από την αποστολή της (η οποία επέστεφε από το Τόκιο) και δεν τήρησε το «πρωτόκολλο». Το περιστατικό αυτό έγινε η αφορμή για τον βομβαρδισμό, από τον βρετανικό στόλο, λίγο αργότερα της Καγκοσίμα, ο οποίος υπήρξε ένας μεγάλο πλήγμα για την Σστσούμα και επίδειξη δύναμης της δύσης έναντι της Ιαπωνίας.
2 Μυστική διότι η κυβέρνηση μπάκουφου είχε απαγορεύσει την αυθαίρετη έξοδο από τη χώρα. Στο πλαίσιο αυτό, ο Μόρι ταξίδεψε με το ψευδώνυμο Σαουάι Τέτσουμα.
3 Αργότερα αντιναύαρχος του Ιαπωνικού ναυτικού.
4 Ο ίδιος, ως διπλωμάτης είχε σταλεί στην Ιαπωνία το 1858 και ξανά το 1861, όποτε και  δέχτηκε επίθεση από έναν ρόνιν (σαμουράι χωρίς οίκο).
5 Λίγα χρόνια αργότερα, στην Ιαπωνία, ο Μόρι θα ζητούσε από την Τσουντά να κάνει μαθήματα αγγλικών στα παιδιά του.
6 Υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας.
7 Πλέον η πρωτοβάθμια (δημοτικό) εκπαίδευση απέκτησε υποχρεωτικό χαρακτήρα ωστόσο, λόγω του κόστους που τη συνόδευε, πολλές οικογένειες την αντιμετώπιζαν ως επιβάρυνση και συχνά αδυνατούσαν να στείλουν τα παιδεία τους στο σχολείο. Το 1900 η φοίτηση στα δημοτικά σχολεία έγινε δωρεάν και υποχρεωτική για όλους.

 

Μαρία Γκουνγκόρ
Μαρία Γκουνγκόρ
Η Μαρία Γκουνγκόρ γεννήθηκε το 1990. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι διδάκτoρας στο τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η έρευνά της αφορά στην ιστορία της οικονομικής σκέψης της Ιαπωνίας των αρχών του 20ού αιώνα.

Η αναδημοσίευση περιεχομένου του GreeceJapan.com (φωτογραφιών, κειμένου, γραφικών) δεν επιτρέπεται χωρίς την εκ των προτέρων έγγραφη άδεια του GreeceJapan.com

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ