Σχεδόν άγνωστος στη σύντομη ζωή του (μόνο 2 έργα του εκδόθηκαν όσο ζούσε), ο Κέντζι Μιγιαζάουα είναι ένας από τους πιο διαβασμένους και πλέον αγαπητούς Ιάπωνες λογοτέχνες. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από μια αγνότητα και ειλικρίνεια που δύσκολα συναντά κανείς. Οι ιστορίες του βρίθουν από φαντασία και ηθικά νοήματα. Πάντα επίκαιρα και διαχρονικά, βρίσκονται να εκφράζουν πλήθος κοινωνικών ομάδων. Μετά την τραγωδία του 2011 στο Τοχόκου, τα έργα του έγιναν πηγή έμπνευσης και δύναμης για τους πληγέντες.
Ο Μιγιαζάουα Κέντζι (宮沢賢治) γεννήθηκε το 1896 στην πόλη Χαναμάκι του νομού Ιουάτε, στο Τοχόκου. Ο πατέρας του ήταν ενεχυροδανειστής και έμπορος μεταποιημένων ενδυμάτων. Έτσι, η ευκατάστατη οικογένειά του απέφευγε την μοίρα της φτώχειας η οποία μάστιζε τον αγροτικό πληθυσμό της περιοχής. Από μικρός του άρεσε να εξερευνά τη φύση και τις τέχνες.
Οι βουδιστικές διδαχές αποτελούσαν βασικό κομμάτι της παιδείας που η οικογένειά του παρείχε στα μέλη της, ενώ φαίνεται πως βουδιστικοί ύμνοι αποτέλεσαν τα πρώτα δείγματα ποιητικής γραφής με τα οποία ήρθε σε επαφή. Ο ίδιος, ως νεαρός ακόμα, έχοντας διαβάσει την «Σούτρα του Λωτού» ασπάστηκε την σχολή Βουδισμού Νιτσιρέν, ενώ φαίνεται πως είχε σχέσεις και με την πιο ριζοσπαστική υπό-ομάδα της, Κοκουτσιούκαϊ.
Ήταν ιδιαίτερα δεμένος με την αδερφή του, Τόσικο, ενώ η σχέση του με τον πατέρα του φαίνεται πως ήταν δύσκολη. Το επάγγελμα και οι απαιτήσεις του συχνά εξόργιζαν τον Κέντζι*, που όπως έγραφε στον κοντινό του φίλο Χόσακα Κανάι (1896-1937), τον έκαναν να νευριάζει με το παραμικρό και να γίνεται ευέξαπτος. «Είμαι η ενσάρκωση ενός Άσουρα » ** θα έγραφε χαρακτηριστικά στην πρώτη του ποιητική συλλογή (και την μόνη που δημοσίευσε εν ζωή)***, με τον τίτλο «Άνοιξη και (Ά)σουρα (春と修羅)». Φαίνεται πως μεγάλωνε με μια έντονη αίσθηση ενοχής για το ότι η οικογένειά του εκμεταλλευόταν τους φτωχούς αγρότες της περιοχής.
Το 1915 ξεκίνησε την φοίτησή του στο τμήμα γεωργίας της Ανώτερης Σχολής Μοριόκα για την Γεωργία και την Δασονομία. Τελειώνοντας παρέμεινε στη σχολή ως ερευνητής γεωλογίας, εδαφολογίας και λιπασμάτων. Σύντομα όμως παραιτήθηκε, καθώς η υγεία του ήταν επιβαρυμένη ύστερα και από την πλευρίτιδα με την οποία διαγνώστηκε το καλοκαίρι του 1918. Την ίδια χρονιά είχε στραφεί και στην χορτοφαγία, καθώς όπως έγραφε και πάλι στον φίλο του Χόσακα, ένιωθε απέχθεια να τρώει «τα σώματα ζωντανών πραγμάτων».
«Ας υποθέσουμε ότι ήμουν το ψάρι και ότι όχι μόνο με έτρωγαν, αλλά έτρωγαν τον πατέρα μου, έτρωγαν την μητέρα μου και έτρωγαν και την αδελφή μου επίσης. Και ας υποθέσουμε ότι ήμουν πίσω από τους ανθρώπους που μας έτρωγαν, παρακολουθώντας. “Ω, κοίτα, αυτός ο άνθρωπος έχει ξεσκίσει την αδελφή μου με τα τσόπστικς. Μιλώντας στον διπλανό του, την έκοψε, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Μόλις πριν από λίγα λεπτά το σώμα της ήταν ξαπλωμένο εκεί, κρύο. Τώρα πρέπει να αποσυντίθεται σε ένα σκοτεινό μέρος υπό την επίδραση μυστηριωδών ενζύμων. Όλη μας η οικογένειa έχει παραιτηθεί από τις πολύτιμες ζωές μας, τις οποίες εκτιμούσαμε. Τις έχουμε θυσιάσει, αλλά δεν κερδίσαμε ούτε μια γουλιά οίκτου από αυτούς τους ανθρώπους. Πρέπει να ήμουν κάποτε ένα ψάρι που φαγώθηκε.» συμπλήρωνε στο γράμμα του.
Παράλληλα, η πολυαγαπημένη του αδερφή, Τόσικο, επίσης αρρώστησε. Ο Κέντζι την φρόντιζε με τη μητέρα τους, όσο ήταν σε νοσοκομείο στο Τόκιο και όταν εκείνη επέστρεψε με βελτιωμένη υγεία στο Χαναμάκι και άρχισε να διδάσκει αγγλικά και οικιακή οικονομία στο γυμνάσιο θηλέων του Χαναμάκι (1920), ο Κέντζι πήγε στο Τόκιο, όπου έζησε περιπλανώμενος για κάποιους μήνες, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από την μοίρα που προόριζε γι’ αυτόν ο πατέρας του.
Η κατάσταση ωστόσο της Τόσικο σύντομα χειροτέρεψε και ο Κέντζι έσπευσε πίσω στο πατρικό του. Έγινε δάσκαλος (1921) στο Γεωργικό Σχολείο της επαρχίας Χινούκι (αργότερα του Χαναμάκι), όπου δίδασκε θέματα όπως άλγεβρα, αγγλικά, μετεωρολογία, χημεία και γεωργία. Φαίνεται ότι του άρεσε να διδάσκει και ότι η ανορθόδοξη του προσέγγιση στη διδασκαλία (σε συνδυασμό με την καλοσύνη που τον χαρακτήριζε) τον έκανε αγαπητό στους μαθητές του. Λέγεται λ.χ. ότι συνήθιζε να μπαίνει στην τάξη από το παράθυρο. Ξόδευε τον μισθό του σε δίσκους και βιβλία από το Τόκιο, ενώ συχνά πλήρωνε τα έξοδα μετακίνησης φτωχών μαθητών ή τους κερνούσε γεύματα. Επιπλέον, έγραφε αρκετά τραγούδια και θεατρικά έργα για τους μαθητές του.
Τότε ήταν που ξεκίνησε να γράφει και τα ποιήματα που θα αποτελούσαν την συλλογή «Άνοιξη και (Ά)σουρα», την οποία δημοσίευσε το 1924, με δικά του έξοδα, σε χίλια αντίτυπα. Το ίδιο έκανε την χρονιά αυτή και με το παιδικό του βιβλίου «Ένα εστιατόριο με πολλές παραγγελίες (注文の多い料理店)». Τα δύο αποτελούν να μόνα που δημοσίευσε όσο ζούσε.
Το καλοκαίρι του 1922 η υγεία της Τόσικο χειροτέρεψε και πάλι. Ο Κέντζι την επισκεπτόταν καθημερινά στο δεύτερο σπίτι της οικογένειας, όπου την είχαν μεταφέρει. Η Τόσικο πέθανε από φυματίωση τον Νοέμβρη του ίδιου έτους και ο θάνατός της τον κλόνισε. Πολλά ποιήματα του της περιόδου εκφράζουν τον πόνο του για τον χαμό της. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά είναι το «Το Πρωινό Του Τελευταίου Αποχαιρετισμού (永訣の朝)».
Ήθελε να προωθήσει την «αγροτική τέχνη (農民芸術)», μια προσπάθεια που είχε ήδη ξεκινήσει μέσω κάποιων ομιλιών που παρέχονταν σε ενήλικες, στο σχολείο στο Χαναμάκι, και που μεταξύ των ομιλητών ήταν και ο Κέντζι. Ωστόσο, η θέση του δασκάλου δεν μπορούσε να του επιτρέψει την ουσιαστική συμβολή στην βελτίωση της ζωής των αγροτών. Το 1926 λοιπόν αποφάσισε να αφήσει την διδασκαλία και να αφιερωθεί στην αγροτική ζωή. Να ζήσει όπως έλεγε ο ίδιος σαν «πραγματικός αγρότης» και να κάνει κάτι χρήσιμο για την αγροτιά, τα βάσανα της οποίας δεν μπορούσε πια να αγνοεί.
Μετακόμισε στο δεύτερο, άδειο σπίτι της οικογένειας και δημιούργησε την «Ράσου Ένωση Ανθρώπων της Γης»****, σκοπός της οποίας ήταν η εκπαίδευση των αγροτών. Στο καταστατικό της έγραφε μεταξύ άλλων, πως ένας από τους σκοπούς του έργου της ήταν να βρουν τα μέλη της («είμαστε όλοι αγρότες» χαρακτηριστικά έγραφε) έναν τρόπο για να ζήσουν μια πιο χαρούμενη ζωή. Έδινε διαλέξεις για τις γεωργικές πρακτικές, αλλά και τις τέχνες, ενώ ενθάρρυνε την μουσική παιδεία μέσα από την ακρόαση δίσκων τους οποίους συνέλλεγε και την εκμάθηση μουσικών οργάνων. Η ένωση ωστόσο έπαψε τη δράση της το 1928, ύστερα και από υποψίες της αστυνομίας για τυχόν σοσιαλιστική δράση, η οποία θεωρούταν επικίνδυνη την εποχή εκείνη από τις αρχές.
Η αγροτική ζωή τον εξαντλούσε σωματικά, ενώ η διατροφή του περιοριζόταν συνήθως στα λαχανικά που καλλιεργούσε. Ένα από αυτά ήταν ντομάτες, η κατανάλωση των οποίων δεν ήταν ακόμη διαδεδομένη. Λέγεται πως κατείχε όλο κι όλο δύο μπολ για ρύζι και ένα ζευγάρι τσόπστικς, ενώ όταν η θεία του τον προέτρεψε να τρώει θρεπτικότερα γεύματα εκείνος της απάντησε πως όσο έχει μελιτζάνες δεν χρειάζεται τίποτα άλλο. Κάποιες φορές μάλιστα, ένιωθε άσχημα προς τους άλλους (ή και την φύση) ακόμη και από την κατανάλωση αυτών.
Οι τοπικοί αγρότες φαίνεται πως τον έβλεπαν με όχι πολύ θετικό μάτι. Οι ιδιοτροπίες και οι συνήθειές του συχνά προκαλούσαν ειρωνεία, ζήλεια και απέχθεια. Εκείνος θα φορούσε κάλτσες, μπότες από λάστιχο, θα χρησιμοποιούσε καρότσι για να κουβαλάει τα λαχανικά, τα οποία όταν δεν πούλαγε απλώς θα χάριζε. Θα έφτιαχνε μάλιστα και μία αγροτική στολή την οποία θα φορούσε ευχαριστημένος. Όλα αυτά όμως, πράγματα «ξένα» στους ταλαιπωρημένους ντόπιους αγρότες, δημιουργούσαν αρνητική κριτική. Άρχισε να σχεδιάζει δωρεάν πλάνα λιπασμάτων για τους αγρότες (υπολογίζεται πως μέχρι να πεθάνει είχε συγγράψει τουλάχιστον 2.000 από αυτά), οι οποίοι συχνά όταν αυτά δεν απέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα, τον κατηγορούσαν και τον απειλούσαν. Μάλιστα, ο πατέρας του καλούνταν κάποιες φορές να καλύπτει τις ζημιές.
Παράλληλα, εκτός των άλλων, έκανε ένα σύντομο ταξίδι στο Τόκιο, για να μάθει εσπεράντο, δακτυλογραφία, τσέλο και εκκλησιαστικό όργανο, να παρευρεθεί σε διαλέξεις και να συναντήσει τον ποιητή Τακαμούρα Κόταρο (高村 光太郎, 1883-1956). Ένα χαρακτηριστικό του άλλωστε, είναι το εύρος των ενδιαφερόντων του. Ζωγράφιζε και συνέθετε μουσική. Πήγαινε σε εξορμήσεις στη φύση, για να την μελετά από κοντά. Είχε λ.χ. ανακαλύψει τα αποτυπώματα ενός εξαφανισμένου είδους ελεφάντων, των Ακεμπόνο, στη γενέτειρά του, στην οποία είχε δώσει την ονομασία «Ιχάτοβ» στα εσπεράντο. Το 1928 ταξίδεψε στο Σεντάι για δουλειές του πατέρα του και ύστερα στο Τόκιο, όπου επισκέφτηκε μία σημαντική έκθεση Ουκιγιόε, και μετά στην Οσίμα για να συμβουλέψει στα σχέδια ίδρυσης ενός αγροτικού σχολείου στο νησί.
Την ίδια χρονιά, λόγω κακοκαιρίας οι σοδειές προβλέπονταν κακές και ο Κέντζι εργάστηκε σκληρά το καλοκαίρι για να συνδράμει τους αγρότες. Ως αποτέλεσμα, αρρώστησε. Αναγκάστηκε έτσι να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι. Το 1930 ξεκίνησε και πάλι να καλλιεργεί λαχανικά και λουλούδια. Τον επόμενο χρόνο, εργάστηκε για μια εταιρεία ως «σύμβουλος-μηχανικός», μία θέση που στήριξε και ο πατέρας του, η οποία ωστόσο τον εξόντωσε ψυχικά και σωματικά. Αρρώστησε και πάλι και νομίζοντας πως θα πεθάνει έγραψε ένα γράμμα στους γονείς του, λέγοντας τους πως έλαβε από αυτούς απεριόριστη κατανόηση, αλλά πως εκείνος ήταν εγωιστής και ανίκανος να τους την ξεπληρώσει.
Λίγο αργότερα έγραψε σε ένα σημειωματάριο και το πλέον γνωστό του ποίημα, το οποίο αναφέρεται είτε ως «3 Νοέμβρη», από την ημερομηνία που το συνόδευε, είτε ως «Μη Υποκύπτοντας στην Βροχή (雨ニモマケズ)», από τον πρώτο του στίχο και το οποίο αποτελεί σήμερα ένα από τα γνωστότερα ιαπωνικά ποιήματα. Τα επόμενα δύο χρόνια συνέχισε να αλληλογραφεί, να παρέχει συμβουλές και να γράφει. Πολλά από τα ποιήματα του αφορούσαν την κατάσταση ενός αρρώστου. Ο ίδιος άλλωστε δεν θα ανέρρωνε ποτέ πλέον εντελώς. Πέθανε τον Σεπτέμβρη του 1933. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, η ζωή είναι σαν ένα φως το οποίο δεν σβήνει με τον θάνατο. Αν και πεθαίνουμε, το φως και η μνήμη του συνεχίζουν να λάμπουν στον κόσμο, σε αρμονία με όλα τα άλλα στο σύμπαν.
Όσο ζούσε, τα δύο βιβλία που δημοσίευσε δεν του επέτρεψαν να αποκτήσει την φήμη που θα λάμβανε μετά, παρ’ όλο που υπήρξαν διάσπαρτες θετικότατες αναφορές για την ποιητική του συλλογή, από ποιητές και διανοούμενους της εποχής. Ο Κέντζι, ο ποιητής του φωτός, όπως αποκαλείται κάποιες φορές, αποτελεί σήμερα όμως έναν από τους πλέον αγαπητούς συγγραφείς στην Ιαπωνία.
Περιγράφεται από τους μελετητές του, πέρα από ποιητής και συγγραφέας, ως φιλόσοφος, μεταρρυθμιστής, καλλιτέχνης, οικολόγος. Ως ένας αφοσιωμένος επιστήμονας: επαγγελματίας γεωπόνος, ερασιτέχνης βιολόγος, γεωλόγος και αστρονόμος. Ως ένας κοσμοπολίτης, παρ’ όλο που δεν είχε ταξιδέψει ποτέ του εκτός Ιαπωνίας. «Ταυτότητες» που όλες γίνονται εμφανείς μέσα στα ποιήματα και τις ιστορίες του. Ένα από τα βασικά του μότο ήταν: «Μέχρι όλοι οι άνθρωποι να είναι ευτυχισμένοι, δεν υπάρχει ατομική ευτυχία».
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από μια αγνότητα και ειλικρίνεια που δύσκολα συναντά κανείς. Οι ιστορίες του βρίθουν από φαντασία και ηθικά νοήματα. Πάντα επίκαιρα και διαχρονικά, βρίσκονται να εκφράζουν πλήθος κοινωνικών ομάδων. Μετά την τραγωδία του 2011 στο Τοχόκου, τα έργα του έγιναν πηγή έμπνευσης και δύναμης για τους πληγέντες. Η στάση του προς τη φύση και τα ζώα γίνεται εργαλείο για την προστασία του περιβάλλοντος. Η ολιστική-κοσμική του προσέγγιση, όπου όλα και όλοι συνδέονται στο χρόνο και τον χώρο, γίνεται κοσμοθεωρία. Η αυτοθυσία που βρίσκουμε στα θέματα των έργων του μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα, παρηγοριά, σκοπό, αλλά και βάση εθνικής ενότητας (ή και «όπλο» σε περιόδους όπως εκείνη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου).
Σημαντικό τμήμα του έργου του έχει μεταφραστεί στην αγγλική (και όχι μόνο) γλώσσα, ενώ η ζωή του και τα έργα του έχουν αποτελέσει βάση σειρών (άνιμε και μη), ταινιών, ντοκιμαντέρ και συγγραμμάτων. Χαρακτηριστικά μπορούν να αναφερθούν το αφιέρωμά του NHK «Kenji Miyazawa: A Poet on the Galactic Railroad», η άνιμε μεταφορά του έργου του «Νύχτα στον Γαλαξιακό Σιδηρόδρομο (銀河鉄道の夜)», ή η βιογραφία του σε μάνγκα. Στην γενέτειρά του κάθε χρόνο, στην επέτειο του θανάτου του (21 Σεπτεμβρίου), διοργανώνεται το «Φεστιβάλ Κέντζι (賢治祭)» προς τιμήν του. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει σε μετάφραση από τα ιαπωνικά της Μαρίας Αργυράκη το «Μια Νύχτα Στον Σιδηρόδρομο Του Γαλαξία» και το «Το Άστρο Του Νυχτογέρακου» από τις εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, ενώ το Ίδρυμα Ευγενίδου έχει κατά το παρελθόν παρουσιάσει την ψηφιακή παράσταση «Το Τραίνο της Φαντασίας» του δημιουργού Καγκάγια Γιουτάκα (カガヤ).
* Στο παρόν άρθρο γίνεται η χρήση του ονόματός του, Κέντζι, έναντι του επιθέτου, Μιγιαζάουα, όπως έχει επικρατήσει στην σχετική για αυτόν βιβλιογραφία.
**Σύμφωνα με μία βουδιστική εκδοχή, υπάρχουν «έξι βασίλεια» στον κόσμο αυτό, τα οποία κατοικούνται από μη φωτισμένα όντα, που μετενσαρκώνονται. Ανάμεσα σε αυτά είναι τα Ασουρα (ή Σούρα): όντα που έχουν την τάση να πολεμούν και να μάχονται, γεμάτα οργή.
***Δημιούργησε άλλες δύο ποιητικές συλλογές, υπό τον ίδιο τίτλο, οι οποίες όμως έμειναν αδημοσίευτες όσο ζούσε.
****Η λέξη «Ράσου» προέρχεται από την πολωνική λέξη «Λας (Las)», η οποία σημαίνει δάσος.
3 Νοέμβρη / Μη υποκύπτοντας στη βροχή
(ελεύθερη μετάφραση της Μαρίας Γκουνγκόρ)
Μη υποκύπτοντας στη βροχή
Μη υποκύπτοντας στον άνεμο
Μη υποκύπτοντας στο χιόνι, μήτε στου καλοκαιριού τη ζέστη
Έχοντας ένα υγειές σώμα
Χωρίς απληστία
Χωρίς ποτέ να προσβάλω
Πάντα ήσυχα χαμογελώντας
Μέρα με τη μέρα τέσσερεις μερίδες ακατέργαστο ρύζι
μίσο και λίγα λαχανικά τρώγοντας
Σε κάθε τι
τον εαυτό μου μη υπολογίζοντας
Με προσοχή να βλέπω, ακούω, κατανοώ
και έτσι να μη ξεχνώ
Στη σκιά μιας συστάδας πεύκων του αγρού
μια μικρή σκεπαστή καλύβα να είμαι
Στην ανατολή, άρρωστο παιδί σαν υπάρχει
να πηγαίνω να το φροντίζω να γιάνει
Στη δύση, κουρασμένη μάνα σαν υπάρχει
να πηγαίνω να της σηκώνω το σακί με το ρύζι
Στο νότο, ετοιμοθάνατος σαν υπάρχει
να πηγαίνω πως δεν υπάρχει λόγος να φοβάται να του πω
Στον βορρά τσακωμός σαν υπάρχει
πως δεν αξίζει τον κόπο και για αυτό να σταματήσουν να τους πω
Στην ξηρασία δάκρυα να ρίχνω
Στα κρύα καλοκαίρια αναστατωμένος να είμαι
Από όλους άχρηστος να αποκαλούμαι
Χωρίς να επαινούμαι
Χωρίς να ενοχλώ
Τέτοιο άτομο
εγώ θέλω να είμαι