Ιδωμένη με τα μάτια του 21ου αιώνα και με την, επηρεασμένη από τις διάφορες παραλλαγές του χριστιανισμού, κοινωνική ευαισθησία που αποτελεί πλέον αναπόσπαστο φίλτρο τους, η Γιοσιουάρα (吉原) του Έντο, η «περιοχή αναψυχής για ενήλικες» (όπως θα μπορούσε κανείς να αποδώσει τη λέξη «γιουκάκου»/遊廓 που χρησιμοποιούταν στις αναφορές γι’ αυτή) ή, για όσους προτιμούσαν μια πιο ποιητική εκδοχή, η «πόλη όπου δε νύχτωνε» («φουγιατζό»/不夜城) ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένας αναχρονισμός και στη χειρότερη ένα έκτρωμα για το ξερίζωμα του οποίου οι ιάπωνες θα πρέπει να αισθάνονται αιώνιο χρέος προς τους αμερικανούς –η Γιοσιουάρα έκλεισε για πάντα μετά την αμερικανική κατοχή του 1945-1952, όταν η μεταπολεμική νομοθεσία, σαφώς επηρεασμένη (επίσημα και ανεπίσημα, εκούσια και ακούσια) από τη γραμμή του Μακάρθουρ και του γενικού αρχηγείου του έκανε την πορνεία παράνομη για πρώτη φορά μετά από τρεις αιώνες.
Η πολιτισμική ορθότητα είναι επικίνδυνο πράγμα: οι αξίες μιας κοινωνίας και μιας εποχής σπάνια αντέχουν τη μεταφορά στο χώρο και το χρόνο χωρίς να αλλοιωθούν. Οι παλιότερες φωτογραφίες που μπορεί να δει κανείς από τη Γιοσιουάρα είναι τραβηγμένες στο τέλος της περιόδου Έντο (1603-1868) και στις αρχές της περιόδου Μέιτζι (1868-1912), όταν η συνοικία ήταν ήδη σε παρακμή και επαληθεύουν τους επικριτές της: μελαγχολικές, άσχημες κοπέλες, άκομψα τυλιγμένες σε κιμονό πίσω από τα (όχι απαραίτητα διακοσμητικά) κάγκελα των «σπιτιών» να περιμένουν χαμογελώντας βεβιασμένα κάποιον να τις διαλέξει. Τίποτα σ’ αυτές τις εικόνες, που ο επιχρωματισμός τις κάνει ακόμα πιο θλιβερές, δε μαρτυρά ότι η Γιοσιουάρα, ένας κόσμος περιχαρακωμένος σε λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ασακούσα στην περιοχή που σήμερα λέγεται Σενζόκου, ήταν ποτέ τίποτα άλλο πέρα από ένα ακόμα χυδαίο παζάρι σάρκας με μόνη διαφορά το ντύσιμο και τις περίτεχνες κομμώσεις.
Αν όμως κανείς αποφασίσει να παραμερίσει για λίγο τα κριτήρια της εποχής και να δει με λιγότερες ενοχές την κοινωνία του Έντο θα συνειδητοποιήσει ότι υπήρχε και μια άλλη πλευρά, τουλάχιστον ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο κόσμος της Γιοσιουάρα διεπόταν (όπως και όλα τα πράγματα στην Ιαπωνία του τότε και του σήμερα) από ένα περίπλοκο σύστημα κανόνων και συμβάσεων που τον έκαναν κάτι πολύ παραπάνω. Από τις μεγαλόπρεπες παρελάσεις των οϊράν (花魁/おいらん) των πρώτων τη τάξει γυναικών κάθε σπιτιού για τις οποίες ακόμα και η σημερινή ηθική δεν έχει αποφύγει να αποδεχτεί το χαρακτηρισμό «εταίρες» (αντί του «πόρνες») ως τις συναθροίσεις διανοούμενων και καλλιτεχνών στα σαλόνια των σπιτιών και από την, ανήκουστη για τα δεδομένα της εποχής, καλλιέργεια και εκλέπτυνση της συμπεριφοράς γυναικών και πελατών ως το ίδιο το εμπορεύσιμο αγαθό (όχι, δεν ήταν πάντα το σεξ), η Γιοσιουάρα, φανερά κρυμμένη σε εκατοντάδες ξυλοτυπίες ουκίγιο-ε και σε δεκάδες έργα του Καμπούκι και των ιστορικών δραμάτων, είναι ίσως ο πιο συναρπαστικός από τους αγνώστους κόσμους του Τόκιο.