
Στο χάρτη, μοιάζει στριμωγμένο ανάμεσα στον ιστορικό κόμβο της γέφυρας Νιχόν-μπάσι και στην τάφρο που περιβάλλει τον κήπο των αυτοκρατορικών ανακτόρων∙ για τα δεδομένα μιας τόσο μεγάλης πόλης είναι τόσο μικρό ώστε να δικαιολογείται η απορία κάποιων τουριστών γιατί το Μαρουνοούτσι (丸の内) να έχει δώσει το όνομά του σε μια από τις δύο μεγάλες εξόδους του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού και σε μια γραμμή του μετρό. Αν ωστόσο περπατήσει κανείς αρκετά στους δρόμους του θα συνειδητοποιήσει ότι αφενός είναι μεγαλύτερο από όσο φαίνεται στο χάρτη και αφετέρου ότι αποπνέει έναν αέρα δύναμης τόσο πηχτό που σχεδόν μπορείς να τον αγγίξεις. Αν και οι περισσότερες πόλεις στον κόσμο αρκούνται στο να έχουν δύο πρόσωπα, το παλιό και το καινούριο, το Τόκιο προτιμάει να εκθέτει διακριτά όλη του την ιστορία και το Μαρουνοούτσι είναι το κομμάτι που θυμίζει το πέρασμα της δύναμης από τους σογκούν στις ζαϊμπάτσου (財閥), τους βιομηχανικούς κολοσσούς που στιγμάτισαν το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Κάποτε κομμάτι –κυριολεκτικά- του κλειστού κύκλου του σογκούν (η ονομασία σημαίνει «μέσα στον κύκλο» που όριζε το κάστρο του Έντο και του πανίσχυρου ιδρυτή της δυναστείας Τοκουγκάουα, Ιεγιάσου) ήταν το μέρος που οι ντάιμιο, οι φεουδάρχες της επαρχίας εξαναγκάστηκαν να χτίσουν τις επαύλεις τους ανταποκρινόμενοι στην απαίτηση του Ιεγιάσου να μένουν χρόνο παρά χρόνο στο Έντο –κατ’ αυτόν τον τρόπο ο σογκούν μπορούσε να τους ελέγχει και παράλληλα να χρησιμοποιεί τα σπίτια τους σα μια δεύτερη γραμμή άμυνας σε μια ενδεχόμενη επίθεση. Η επίθεση δεν ήρθε ποτέ, τουλάχιστον όχι από έναν εξωτερικό εχθρό, όμως μια τόσο μεγάλη συγκέντρωση ισχυρών ανθρώπων ήταν αδύνατο να μην αφήσει το στίγμα της ακόμα και στην ίδια τη γη. Και όταν ήρθε η σειρά του σογκούν να εξαναγκαστεί σε φυγή, η περιοχή στέγασε τους νέους ισχυρούς, αρχής γενομένης από την οικογένεια Ιουασάκι, πιο γνωστή από το όνομα του μεγαθηρίου που ίδρυσε και που πήρε το όνομά του από το θυρεό της με τους τρεις ρόμβους: Μιτσουμπίσι.
Ένα μεγάλο μέρος της γης που σήμερα λέγεται Μαρουνοούτσι ανήκει ακόμα στη Μιτσουμπίσι –και ότι δεν ανήκει σ’ αυτή ανήκει σε άλλες μεγάλες εταιρείες και σε εξίσου μεγάλες τράπεζες. Τα κτήρια είναι ουρανοξύστες ή κάποια απομεινάρια από τις αρχές της περιόδου Σόουα (1925-1989) που άντεξαν στη λαίλαπα των βομβαρδισμών του 1945 με προσόψεις που απηχούν την κλασσική Ελλάδα, ή εν πάση περιπτώσει την ευρωπαϊκή της ερμηνεία, οι λεωφόροι είναι φαρδιές, τα αυτοκίνητα που τρέχουν πάνω τους μαύρα και πολυτελή και τα καταστήματα αριστοκρατικά∙ ακόμα και ο πιο απρόσεκτος επισκέπτης θα αντιληφθεί πολύ σύντομα ότι η περιοχή αυτή δεν είναι για όλους: οι ντάιμιο δε ζουν μόνο στο όνομα ενός από τους δρόμους του Μαρουνοούτσι –στην πραγματικότητα δεν έφυγαν ποτέ. Απλώς αντάλλαξαν τα μεταξωτά τους κιμονό με κοστούμια μπεσπόουκ.