
Σε πείσμα όσων υποστηρίζουν ότι η σύγχρονη-ποπ κουλτούρα είναι πολύ πιο ρηχή από την κλασική, η λέξη-έννοια «μόε» (萌え) αψηφά κάθε εύκολο ορισμό -για την ακρίβεια, και κρίνοντας από τους τόνους μελάνης που έχουν χυθεί από διάφορους αναλυτές, Ιάπωνες και μη, αψηφά και τους περισσότερους σύνθετους ορισμούς. Αν υπάρχει ένα σημείο στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι είναι ότι πρόκειται για ένα είδος αγάπης και τρυφερότητας με αντικείμενο κάποιον χαρακτήρα μάνγκα, άνιμε ή παιχνιδιού βίντεο όμως με το πέρασμα των χρόνων η λέξη διευρύνθηκε ώστε να περιγράφει και τους χαρακτήρες που σχεδιάζονται με στόχο να προκαλέσουν τέτοια συναισθήματα στο κοινό τους (λέγοντας «κοινό» εδώ η κοινή πεποίθηση αναφέρεται στην πιο φανατική μερίδα των καταναλωτών τέτοιων προϊόντων, αυτών που είθισται να χαρακτηρίζονται από εαυτόν και αλλήλους με τη λέξη «οτάκου»/おたく). Και ενίοτε και σαν προσφώνηση μεταξύ των ανθρώπων αυτών -μια βόλτα στην Ακιχαμπάρα θα το πιστοποιήσει.
Το επιχειρηματικό πνεύμα που διακρίνει τους Ιάπωνες από την εποχή του Έντο, είδε στο μόε (και στην πραγματική ανάγκη μιας συναισθηματικά ανώριμης μερίδας της κοινωνίας για στοργή) μια πολύ καλή ευκαιρία -όπως συχνά συμβαίνει στην Ιαπωνία όταν πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, τα όρια μεταξύ κερδοσκοπίας και ειλικρινούς διάθεσης για προσφορά δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 τα «μέιντο-κίσα» ή «μέιντο-καφέ» (メイド喫茶/メイドカフェ) στα οποία νεαρές κοπέλες, ντυμένες με στολές γαλλίδας καμαριέρας του 19ου αιώνα εξυπηρετούν τους (κατά κανόνα άντρες) πελάτες με συμπεριφορά που πάει πέρα από το απλό σερβίρισμα της παραγγελίας τους. Αν και τα πράγματα σπάνια ξεφεύγουν από τα όρια της ευρέως εννοούμενης ευπρέπειας, το ερωτικό στοιχείο είναι εμφανές -η διαφορά είναι ότι, όπως συμβαίνει πάντοτε με το μόε, η εκδήλωσή του είναι πολύ πιο κοντά στον ρομαντισμό παρά στο σεξ. Και δικαιολογημένα αφού ένα μεγάλο μέρος του κοινού των μέιντο-καφέ δυσκολεύεται πολύ να διαχειριστεί την πολυπλοκότητα μιας ολοκληρωμένης ερωτικής σχέσης.
Οι περισσότερες δυτικές γυναίκες που ξέρω μένουν έκπληκτες βλέποντας όταν σουρουπώνει τους δρόμους της Ακιχαμπάρα να γεμίζουν από τις μέιντο που προσπαθούν με γλυκόλογα και χαμόγελα να τραβήξουν πελάτες στα καφέ που εργάζονται· η έκπληξή τους συνήθως ακολουθείται από αγανάκτηση απέναντι στην εκμετάλλευση των γυναικών προκειμένου να ικανοποιηθούν τα ταπεινά ένστικτα των αντρών πελατών. Και μιλώντας από μια δυτική σκοπιά δεν έχουν άδικο, όμως ξεχνούν ότι παρά τη δυτικού τύπου ανάπτυξή της, η Ιαπωνία δεν είναι δυτική χώρα. Οι πάσης φύσεως μεταμφιέσεις είναι πολύ παλιά ιστορία εδώ, το ίδιο και τα παιχνίδια ρόλων, το ίδιο και η παροχή υπηρεσιών «συντροφιάς» και «ψυχαγωγίας» από γυναίκες σε άντρες χωρίς καμία από τις δύο λέξεις να περιλαμβάνει υποχρεωτικά το σεξ ή την υποτίμηση των πρώτων από τους δεύτερους -το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι βεβαίως οι γκέισα τις οποίες οι περισσότεροι επικριτές παραβλέπουν, πιθανότατα επειδή τις θεωρούν κομμάτι της «κλασικής» ή της «παραδοσιακής» Ιαπωνίας. Θα αντέξουν οι μέιντο αρκετά χρόνια ώστε κάποτε να θεωρούνται εξίσου «κλασικές»; Δεν το ξέρω όμως στο μέτρο που η ιαπωνική κοινωνία θα διατηρήσει τη βασική της δομή και τρόπο σκέψης, δε θα στοιχημάτιζα για το αντίθετο.