Με γοήτευσαν από τότε που τα πρωτοείδα –δε θυμάμαι πότε ήταν αλλά σίγουρα ήμουν αρκετά μεγάλος για να έχω ήδη αρκετές προσλαμβάνουσες από την Ιαπωνία. Όμως καμία δεν ήταν αυτής της αισθητικής: όσα πράγματα είχα δει ήταν προϊόντα μιας πολύ πιο επιτηδευμένης διαδικασίας ενώ αυτά ήταν το ακριβώς αντίθετο. Σαν να είχαν φτιαχτεί τυχαία, σχεδόν κατά λάθος, με πολύ αδρές γραμμές, χωρίς καθόλου σχέδια αλλά με απλές αποχρώσεις του μαύρου ή του κόκκινου, με ατέλειες και με ένα σχήμα που έμοιαζε ημιτελές. Τα έλεγαν «Ράκου -γιάκι» (楽焼) ή «κεραμικά της σχολής Ράκου».
Δεν τα έλεγαν έτσι όταν τα ανακάλυψα εγώ. Τα έλεγαν έτσι από τα μέσα του 16ου αιώνα, όταν ένας αγγειοπλάστης ονόματι Τσοτζίρο, γιος ενός κινέζου μετανάστη που ζούσε στην περιοχή του Κιότο, άρχισε να φτιάχνει κούπες για τσάι, και συγκεκριμένα για την τέχνη που σχετίζεται με την παρασκευή πράσινου τσαγιού τύπου «μάτσα», για λογαριασμό του ανθρώπου που θεωρείται ο πατέρας της συγκεκριμένης τέχνης, του Σεν νο Ρίκιου (1522-1591). Και υπό την αιγίδα του παντοδύναμου φεουδάρχη και πολέμαρχου Τογιοτόμι Χιντεγιόσι (1536-1598) ο οποίος λέγεται ότι ήταν ο άνθρωπος που «βάφτισε» την οικογένεια του Τσοτζίρο «Ράκου», δανείζοντάς στο γιο του ένα ιδεόγραμμα από την ονομασία της έπαυλής του, Τζουράκου-ντάι.
Ο Σεν νο Ρίκιου δεν ήταν απλώς ένας άνθρωπος που ήξερε να φτιάχνει καλό τσάι –ούτε τα Ράκου είναι απλώς κούπες για να φτιάξει και να πιει κανείς το τσάι αυτό. Ήταν ένας από τους πρώτους εστέτ της Ιαπωνίας και δημιούργησε την «τελετή του τσαγιού» σαν όχημα για μια αισθητική αντίληψη που εκτιμάει το παλιό, το φθαρμένο και το φυσικό και που εφιστά την προσοχή στο απλό, το ανεπιτήδευτο και το οικείο. Και τα Ράκου ήταν –και παραμένουν- η καλύτερη εικονογράφηση αυτής της αντίληψης παρότι η δημιουργία τους (η οποία συνεχίζεται ως σήμερα από τους απογόνους του Τσοτζίρο) είναι πολύ λιγότερο απλή και εύκολη από όσο νομίζει κανείς απλώς βλέποντάς τα.
Η αρχική ιδέα του Ρίκιου ήταν να δημιουργήσει έναν αντίποδα στη φανταχτερή αυτοκρατορική αισθητική των αριστοκρατών του Κιότο με τις αμέτρητες κινεζικές επιρροές. Όμως το δημιούργημά του έγινε κάτι πολύ, πολύ μεγαλύτερο: έγινε κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ιαπωνικής αισθητικής, συν-διαμορφώνοντας όλη τη λιτή και λειτουργική αντίληψη που πλέον ονομάζεται «ουάμπι-σάμπι» και που οι περισσότεροι εννοούμε όταν αποκαλούμε κάτι «ιαπωνικό στιλ». Παρότι δε, το στιλ δεν περιορίζεται πια στα κεραμικά της οικογένειας Ράκου, οι συγκεκριμένες κούπες δεν έπαψαν ποτέ να είναι το σύμβολό του∙ ακόμα και αν αγνοεί κανείς την ιστορία τους, είναι πολύ δύσκολο να μην αναγνωρίσει ότι πίσω από το μαύρο τους πηλό κρύβεται κάτι περισσότερο.