Πρώτα τους ακούς ή για την ακρίβεια ακούς τον ήχο του τσίντον (ちんどん) του οργάνου που τους έχει χαρίσει το όνομά τους: τσιντόνγια (ちんどん屋) –πρόκειται για ένα αυτοσχέδιο κατασκεύασμα που αποτελείται από δύο τύμπανα και ένα ή δύο μικρά πιατίνια/γκονγκ τα οποία εγγυώνται ότι το αποτέλεσμα θα είναι κάτι ανάμεσα σε μουσική και θόρυβο- και του σαξοφώνου ή του κλαρινέτου που το συνοδεύει. Και ύστερα τους βλέπεις: ένας συνδυασμός όλων των ενδυματολογικών στοιχείων που ταυτίζονται με την Ιαπωνία –κιμονό, παντελόνες χακάμα, τσόκαρα γκέτα, περούκες του Καμπούκι και των γκέισα με διακοσμητικές καρφίτσες, κότσοι των σαμουράι (και πού και πού κάποιο σπαθί τους), δυτικά καπέλα από την εποχή του Μέιτζι ή μαντήλια τενουγκούι από τα χρόνια του Έντο και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς- που λειτουργούν σαν φόντο για τις διαφημίσεις που είτε κρέμονται στο τσίντον του επικεφαλής τους, του ογιακάτα (親方) είτε φοριούνται στο στήθος και στην πλάτη κάποιου από τα υπόλοιπα τρία-τέσσερα μέλη της ομάδας.
Η ιστορία τους είναι παλιά –αλλά όχι και τόσο παλιά. Πιθανότατα ξεκίνησαν στην Οσάκα στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η Ιαπωνία έπαιρνε φόρα για το άλμα από την περίοδο Έντο στην περίοδο Μέιτζι και όταν ένας έμπορος συνειδητοποίησε ότι τα παρδαλά ρούχα και οι δυνατές φωνές ήταν καλός τρόπος για να κινήσει την προσοχή του κοινού στο μαγαζί του. Η ιδέα εξαπλώθηκε, σχηματίστηκαν μικρές ομάδες που άρχισαν να κάνουν τη δουλειά αυτή επί πληρωμή για λογαριασμό άλλων εμπόρων και με το πέρασμα των χρόνων παρόμοιες ομάδες ξεπήδησαν και σε άλλες πόλεις της Ιαπωνίας. Και όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες δυτικού τύπου στρατιωτικές μπάντες παρελάσεων, το επιχειρηματικό και θεατρικό πνεύμα των Ιαπώνων, πρόσθεσε τα όργανα και τα ρούχα στη γκαρνταρόμπα των τσιντόνγια κάνοντάς την ακόμα πιο φανταχτερή και ετερόκλητη.
Η έλευση των εφημερίδων και του ραδιοφώνου σχεδόν έσβησε τους τσιντόνγια από το χάρτη, όμως η κακή τύχη της Ιαπωνίας μετά τον πόλεμο τους έφερε ξανά στο προσκήνιο –ήταν η μόνη φτηνή διαφήμιση σε μια χώρα σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένη- για να τους εκτοπίσει, αυτή τη φορά για τα καλά, η ανάπτυξη των ΜΜΕ και των υψηλής τεχνολογίας υπαίθριων διαφημίσεων στις δεκαετίες 1960-1980. Όμως επειδή στην Ιαπωνία τίποτα παλιό δεν πεθαίνει εντελώς, η νοσταλγία και η επαναξιολόγηση των προηγούμενων εποχών τους έδωσε τα τελευταία χρόνια μια νέα πνοή. Ιδιαίτερα στο παλιό Σιταμάτσι του Τόκιο, στις ανατολικές περιοχές κοντά στο ποτάμι, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να ακούσει κανείς από μακριά τον χαρακτηριστικό ήχο του τσίντον που συνοδεύει το «Τάκε νι Σουζούμε» (竹に雀), το «Τόκιο Ράπσοντι» (東京ラプソディー) το «Ρίνγκο νο Ούτα» (りんごの唄) ή κάποιο άλλο χιτ της εποχής Μέιτζι, Τάισο ή Σόουα.
Η πολιτισμική ναυτία που προκαλεί η οπτική και ηχητική αντίστιξη μιας γιγαντοοθόνης στην πρόσοψη ενός ουρανοξύστη και μιας ομάδας τσιντόνγια που παρελαύνει από κάτω της είναι δύσκολο να περιγραφεί σε όποιον δεν την έχει αισθανθεί∙ ωστόσο, και παρότι χρησιμοποίησα τη λέξη «ναυτία» το συναίσθημα δεν είναι τόσο δυσάρεστο τελικά αφού δεν είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που αισθάνεται κανείς όταν βλέπει δίπλα-δίπλα μια σαραντάχρονη με κιμονό και μια εικοσάχρονη κόσου-πλέιερ από το Χαρατζούκου ντυμένη γκόθικ-λολίτα. Όπως και πολλά άλλα πράγματα, οι τσιντόνγια προσφέρουν πρώτα στους Ιάπωνες και μετά στους περιστασιακούς ξένους που βρίσκονται ανάμεσά τους ένα στιγμιαίο κβαντικό άλμα σε μια άλλη εποχή. Και η ιστορία έχει αποδείξει ότι όποιος θυμάται το παρελθόν του διαχειρίζεται καλύτερα και το παρόν του.