Ο Κομπαγιάσι Τακίτζι είναι από τους σημαντικότερους (για κάποιους ο σημαντικότερος) εκπροσώπους της λεγόμενης προλεταριακής λογοτεχνίας στην Ιαπωνία, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένη στη χώρα κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Στην εποχή μας, η κρίση του 2008 έφερε το λεγόμενο «Κάνι Κόσεν Μπουμ (蟹工船ブーム)», με το βιβλίο του να γίνεται μπεστ σέλερ-έκπληξη. Ακολούθησε μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τη ζωή και το έργο του. Επανεκδόσεις των κειμένων του, μάνγκα, ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, βιβλία και συνέδρια για το έργο και τη ζωή του ξεκίνησαν να εμφανίζονται.

Ο Κομπαγιάσι Τακίτζι (小林 多喜二) γεννήθηκε το 1903, στο χωριό Σιμοκαουαζόι (σήμερα τμήμα της πόλης Οντάτε), στoν νομό Ακίτα. Ο πατέρας του ήταν αγρότης ο οποίος είχε χάσει το κομμάτι γης που ανήκε στην οικογένεια, όταν ο μεγαλύτερος αδερφός του (θείος του Κομπαγιάσι) επένδυσε οικογενειακά κεφάλαια σε επιχειρήσεις και απέτυχε, αφήνοντας τον να αντιμετωπίσει τις συνέπειες και μετακομίζοντας ο ίδιος στο Χοκάιντο.
Στα τέλη του 1907, η οικογένεια μετακόμισε στο Όταρου (στο Χοκάιντο), με την οικονομική υποστήριξη του θείου του, ο οποίος πλέον διατηρούσε εκεί επιχείρηση παρασκευής και πώλησης ψωμιού, στην οποία η οικογένεια εργάστηκε. Τελειώνοντας το δημοτικό, ο Κομπαγιάσι εργάστηκε και αυτός για τον θείο του και έτσι μπόρεσε να εξασφαλίσει την μετέπειτα εκπαίδευσή του. Φοίτησε στην τοπική Εμπορική Σχολή (小樽商業学校) και στη συνέχεια (1921), στην Ανώτερη Εμπορική Σχολή του Όταρου (小樽高等商業学校, σήμερα ως Εμπορικό Πανεπιστήμιο του Όταρου -小樽商科大学).
Τα χρόνια των σπουδών ήταν που ξεκίνησε να ενδιαφέρεται για τις τέχνες και τη συγγραφή. Έστειλε κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ συμμετείχε και στη συντακτική ομάδα του περιοδικού των αποφοίτων της Σχολής. Παράλληλα, ξεκίνησε σταδιακά να τον απασχολούν η οικονομία και ζητήματα που αφορούσαν την αγροτική και εργατική τάξη. Το γεγονός ότι ο ίδιος προερχόταν από μια οικογένεια που έχασε τη γη της και η οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη βάση της και τα μέλη της να αναλάβουν μισθωτή εργασία, τον έκανε, όπως ένας μελετητής του αναφέρει, να ανήκει τόσο στο προλεταριάτο όσο και σε εκείνους που φιλοδοξούσαν μέσω μιας «ελίτ» εκπαίδευσης να ενταχθούν στη μικροαστική τάξη. Ο ίδιος θα παρομοίαζε αργότερα μια τέτοια κατάσταση με την «κατοχή διπλής υπηκοότητας».
Το 1924, μετά την αποφοίτησή του, ξεκίνησε να εργάζεται στο τοπικό υποκατάστημα της Τράπεζα Εκμετάλλευσης του Χοκάιντο (北海道拓殖銀行).
Λίγους μήνες αργότερα γνώρισε την δεκαεξάχρονη Ταγκούτσι Τάκι (田口タキ), η οποία είχε πουληθεί σε ένα μπαρ, σε μικρή ηλικία, λόγω των χρεών του πατέρα της. Η γνωριμία αυτή φαίνεται πως υπήρξε καθοριστική για τον Κομπαγιάσι, ο οποίος ξεκίνησε να συγκεντρώνει χρήματα για να την «αγοράσει». Το κατάφερε εντός του επόμενου έτους και έφερε την Τάκι στο σπίτι της οικογένειάς του1. Αργότερα, έγραψε αρκετές ιστορίες που σχετίζονταν με την Τάκι και την κατάσταση στην οποία είχε οδηγηθεί. Μεταξύ άλλων, έγραψε για την πραγματικότητα των γυναικών που βρίσκονταν σε παρόμοιες καταστάσεις και αναγκάζονταν να πωλούν το ίδιο τους το σώμα ως εμπόρευμα, αλλά και για τη συχνή άρνησή τους να παραδοθούν σε αυτή, παρ’όλο που η αντίσταση φαινόταν αδύνατη. «Επειδή υπάρχει σκοτάδι υπάρχει και φως (闇があるから光がある)» είχε γράψει σε ένα από τα γράμματά του προς την Τάκι.
Σταδιακά στράφηκε προς το εργατικό κίνημα της εποχής. Τα χρόνια αυτά γινόταν ολοένα και πιο φανερή η δυσαρέσκεια μεγάλου μέρους του πληθυσμού για τα λεγόμενα «κοινωνικά προβλήματα (社會問題)» της περιόδου, για τα οποία υπεύθυνη θεωρούταν συχνά η καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας. Το Χοκάιντο (και το Όταρου) είδε τις πορείες και απεργίες στο έδαφός του να αυξάνονται, αλλά και να οξύνονται. Μισθωτοί αγρότες, ενώσεις εργατών κ.α. διεκδικούσαν πλέον καλύτερες συνθήκες εργασίας και εξέφραζαν αλληλεγγύη μεταξύ τους. Τον Ιούνιο του 1927 λ.χ. ξεκίνησε η απεργία στο λιμάνι του Όταρου, η οποία αναφέρεται ως η πρώτη γενική απεργία που οργανώθηκε από συνδικάτο του βιομηχανικού κλάδου στην Ιαπωνία. Αυτή έλαβε μεγάλες διαστάσεις, με πολλές ομάδες του πληθυσμού να δείχνουν την αλληλεγγύη τους. Ο Κομπαγιάσι υποστήριξε και αυτός τους απεργούς, βοηθώντας μεταξύ άλλων στη συγγραφή φυλλαδίων. Τέτοιες εμπειρίες ενέπνευσαν το έργο του «Ο απών γαιοκτήμονας (不在地主)», που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1930, στο περιοδικό «Τσιούο Κορόν (中央公論)». Άρχισε επίσης να συμμετέχει σε συναντήσεις μελέτης με αγρότες και εργάτες ακτιβιστές, ενώ ανέλαβε να υπηρετήσει ως εκτελεστικός γραμματέας (στο παράρτημα του Όταρου) της Ομοσπονδίας Καλλιτεχνών Εργατών και Αγροτών.
Αξίζει εδώ να γίνει μια σύντομη αναφορά στα χρόνια της λεγόμενης «Τάισο Δημοκρατίας»2. Συχνά γίνεται λόγος για τη δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης (μέσω κοινωνικών κινημάτων και ομάδων) τα χρόνια αυτά, τη δημιουργία νέων πολιτικών κομμάτων και την ενίσχυση των ήδη υπαρχόντων, τη θέσπιση του Εκλογικού Νόμου του 1925 (普通選挙法), ο οποίος, ύστερα από μια ταραχώδη εκστρατεία στην οποία συμμετείχαν ομάδες διανοουμένων, κοινωνικών μεταρρυθμιστών, συνδικάτων, κινήσεων μισθωτών-αγροτών και πολιτικών κομμάτων, έδωσε δικαίωμα ψήφου σε όλους τους άνδρες ηλικίας 25 ετών και άνω3. Παράλληλα ωστόσο, η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από γεγονότα όπως ο Μεγάλος Σεισμός του Κάντο (01/09/1923) -τον οποίο βιαιότητες από την αστυνομία και ομάδες τραμπούκων κατά της κορεατικής μειονότητας, αλλά και αριστερών κύκλων ακολούθησαν-, ενώ το 1925 ανακοινώθηκε ο Νόμος Διατήρησης της Ειρήνης (治安維持法), ο οποίος περιόριζε σημαντικά τις δυνατότητες δημόσιας έκφρασης, ιδίως δε έκφρασης ιδεών που θα μπορούσαν να θεωρηθούν κομμουνιστικές/μπολσεβικές (το 1928 ο νόμος αυστηροποιήθηκε).
Στο πλαίσιο αυτό, το 1928, έλαβαν χώρα οι πρώτες γενικές εκλογές μετά τη θέσπιση του εκλογικού νόμου του 1925 και ο Κομπαγιάσι συμμετείχε ενεργά στην προεκλογική εκστρατεία του Γιαμαμότο Κενζό (山本懸蔵, 1895-1939), ο οποίος είχε συνδεθεί με το Κομμουνιστικό κόμμα της χώρας (τότε χωρίς επίσημη υπόσταση) και ήταν υποψήφιος του Εργατικού Αγροτικού Κόμματος (労働農民党) στην περιφέρεια του Χοκάιντο. Αυτή η εμπειρία του αργότερα αποτυπώθηκε στο έργο του «Ταξίδι στο Ανατολικό Κούτσαν (東倶知安行)», που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου 1930 του περιοδικού γενικού ενδιαφέροντος «Κάιζο (改造)».
Τον Μάρτη του 1928 έλαβε χώρα το λεγόμενο «Περιστατικό της 15ης Μαρτίου (三・一五事件)», κατά το οποίο, σε μια προσπάθεια καταστολής τους, συνελήφθη μεγάλος αριθμός σοσιαλιστών και των κομμουνιστών. Λίγο μετά το «Περιστατικό», ο Κομπαγιάσι πήρε άδεια από την τράπεζα και πήγε στο Τόκιο για να συναντήσει τον Κουραχάρα Κορεχίτο (蔵原 惟人, 1902-1991), ο οποίος είχε εργαστεί για την ίδρυση της Ιαπωνικής Ομοσπονδίας Προλεταριακών Καλλιτεχνών (全日本無産者芸術連盟) και ήταν ένας από τους πλέον σημαντικούς θεωρητικούς του προλεταριακού λογοτεχνικού κινήματος. Ο Κομπαγιάσι έγραψε το έργο «15 Μαρτίου του 1928 (一九二八年三月一五日)» και μπόρεσε με τη στήριξη του Κουραχάρα, να το δημοσιεύσει στο λογοτεχνικό περιοδικό της Ομοσπονδίας, «Σένκι (戦旗 -Σημαία μάχης)». Το κείμενο του Κομπαγιάσι περιέγραφε τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλε η Ειδική Ανώτερη Αστυνομία (特別高等警察, συχνά αναφερόμενη ως «Τόκκο»)4 τους συλληφθέντες, προκαλώντας δυσαρέσκεια στους κύκλους της, αλλά και σε κυβερνητικούς αξιωματούχους. Στο κείμενο ο Κομπαγιάσι έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην αποτύπωση των ψυχολογικών αντιδράσεων των χαρακτήρων του (οι οποίοι διέφεραν μεταξύ τους ως προς την ταξική προέλευση και τον τρόπο ζωής) κατά την ανάκριση και τα βασανιστήρια.
Στις αρχές του 1929, ο Κομπαγιάσι εξελέγη στην κεντρική επιτροπή της Ένωσης Ιαπώνων Προλεταριακών Συγγραφέων (日本プロレタリア作家同盟), η οποία δημιουργήθηκε ύστερα από την αναδιοργάνωση της Ομοσπονδίας, από την οποία σχηματίστηκαν ξεχωριστές οργανώσεις για τους τομείς της λογοτεχνίας, του θεάτρου, της τέχνης, της μουσικής και του κινηματογράφου, προκειμένου να αναπτυχθεί το προλεταριακό πολιτιστικό κίνημα στο σύνολό του.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, το 1929, δημοσιεύτηκε στο «Σένκι» το έργο του με τίτλο «Κάνι Κόσεν (蟹工船 -Το πλοίο που Κονσερβοποιεί Καβούρια)», το οποίο τον καθιέρωσε αμέσως ως έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς της προλεταριακής λογοτεχνίας στη χώρα. Το έργο σύντομα έγινε θεατρική παράσταση, και «ανέβηκε» στο Αυτοκρατορικό Θέατρο (帝国劇場). Ταυτόχρονα όμως, ο Κομπαγιάσι μπήκε στο στόχαστρο της αστυνομίας.
Η πρώτη κιόλας ατάκα του «Κάνι Κόσεν» βρίσκει έναν εργάτη αλιευτικής βιομηχανίας στο λιμάνι του Χακοντάτε να αναφωνεί στον συνάδελφό του: «Έι, είμαστε όλοι για την κόλαση!». Η ιστορία του έργου αφορά το πλήρωμα ενός πλοίου που κονσερβοποιούσε καβούρια, κάτω από βάναυσες συνθήκες, στα κρύα νερά βόρεια της χώρας στα σύνορα με τη Ρωσία. Περιγράφει τις εξαθλιωμένες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης εκεί, την απογύμνωση από κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, τη συνεχή έκθεση των εργατών στη βία του υπεύθυνου, αλλά και το πως το πλήρωμα αποφάσισε να οργανωθεί και να αντισταθεί σε εκείνον.
Ο Κομπαγιάσι δεν έδωσε ονόματα στους εργάτες του πλοίου, καθώς πρωταγωνιστής του έργου του δεν ήταν ένας μόνο χαρακτήρας, αλλά μια ομάδα «ανοργάνωτων εργατών». Αυτό που στόχευε να δείξει, όπως έγραφε σε ένα του γράμμα προς τον Κουραχάρα, ήταν πως ο καπιταλισμός, ενώ προσπαθούσε να κρατήσει τους εργάτες ανοργάνωτους, στην πράξη τους προκαλούσε να οργανωθούν (αυθόρμητα). Αυτό τώρα που ήθελε να κάνει μέσα από το έργο του αυτό, ήταν να αναδείξει «το οικονομικό θεμέλιο των ιμπεριαλιστικών πολέμων, τη μηχανή του ιμπεριαλισμού που θέτει σε κίνηση τον ίδιο το στρατό», βοηθώντας τους απλούς εργάτες να κατανοήσουν το κάλεσμα πως «το προλεταριάτο πρέπει να αντιταχθεί με κάθε μέσο στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους», κάτι το οποίο όπως έλεγε, λίγοι εργάτες στην πράξη καταλάβαιναν.
Στο πλοίο του Κομπαγιάσι δεν ίσχυε κανένας από τους νόμους που δίειπαν την απλή κοινωνία και οι εργαζόμενοι σε αυτό δεν αντιμετωπίζονταν ως ανθρώπινα όντα. Το πλοίο κονσερβοποιίας καβουριών αποτελούσε μια ιδιαίτερη μορφή χώρου εργασίας, στην οποία το κράτος δικαίου είχε ανασταλεί. Τέτοια πλοία θεωρούνταν εργοστάσια και όχι πλοία. Ως εκ τούτου, το ναυτικό δίκαιο δεν εφαρμοζόταν σε αυτά. Παράλληλα, παρ’όλο που ήταν στην ουσία εργοστάσια, ούτε η εργοστασιακή νομοθεσία ίσχυε σε αυτά. Επομένως, ο Κομπαγιάσι υποστήριζε, πουθενά αλλού δεν έβρισκε η διοίκηση τέτοια ελευθερία να ενεργεί με πλήρη ατιμωρησία. Επιπλέον, δεδομένου ότι τα πλοία επιχειρούσαν γύρω από την Καμτσάτκα, κατά μήκος των συνόρων των ιαπωνικών και σοβιετικών χωρικών υδάτων, δεν ίσχυαν σε αυτό οι εσωτερικοί νόμοι των δύο χωρών. Το πλοίο ήταν ένα πεδίο μάχης, όπου το κράτος δικαίου δεν ίσχυε. Ωστόσο, ακόμη και οι νόμοι του πολέμου δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν εκεί. Ένα πολεμικό πλοίο του πολεμικού ναυτικού συνόδευε το πλοίο της κονσερβοποιίας και οι εργαζόμενοι σε αυτό δεν είχαν τη δυνατότητα να παραδοθούν και να αποσυρθούν από το «μέτωπο».
Το «Κάνι Κόσεν» θεωρείται αριστούργημα της προλεταριακής λογοτεχνίας, έχει λάβει μεγάλη διεθνή αναγνώριση και έχει μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές γλώσσες. Μια πρώτη αγγλική μετάφραση από έναν ανώνυμο μεταφραστή5, βασισμένη σε μια αρκετά λογοκριμένη έκδοση του έργου, κυκλοφόρησε ήδη το 1933.
Το Φθινόπωρο του έτους της κυκλοφορίας του «Κάνι Κόσεν» ο Κομπαγιάσι απολύθηκε από την τράπεζα και λίγο αργότερα (αρχές 1930), μετακόμισε στο Τόκιο. Εκεί ενεπλάκη εντονότερα με την Ένωση Προλεταριακών Συγγραφέων. Συμμετείχε μαζί με άλλους, σε μια περιοδεία διαλέξεων στο Κιότο, την Όσακα και τη περιφέρεια Μίε με στόχο τη συγκέντρωση πόρων για την ενίσχυση του περιοδικού «Σένκι». Συνελήφθη ωστόσο, στα τέλη Μαΐου στην Όσακα, ως ύποπτος για οικονομική ενίσχυση του παράνομου τότε Κομμουνιστικού Κόμματος. Κρατήθηκε για δύο εβδομάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων βασανίστηκε. Τον Αύγουστο συνελήφθη και πάλι, κατηγορούμενος για παράβαση του Νόμου για τη Διατήρηση της Ειρήνης και φυλακίστηκε. Απελευθερώθηκε με εγγύηση τον Ιανουάριο του 1931.
Την εποχή που βγήκε από τη φυλακή, η Ένωση Προλεταριακών Συγγραφέων βρίσκονταν υπό κατάρρευση, ύστερα από σειρά συλλήψεων βασικών μελών της και την καταστολή του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Κομπαγιάσι ορίστηκε γενικός της γραμματέας και του ανατέθηκε η ανασυγκρότησή της. Παράλληλα, νοίκιασε ένα σπίτι, όπου έζησε με την μητέρα του6 που ήρθε από το Χοκάιντο (ο πατέρας του είχε πλέον πεθάνει) και τον μικρότερο αδερφό του. Μεταξύ άλλων, τους επόμενους μήνες επικεντρώθηκε στη συγγραφή του πρώτου του έργου σε συνέχειες για εφημερίδα, με τίτλο «Γιάσουκο (安子, αρχικά ως: 新女性气质)». Το έργο του αυτό δημοσιεύτηκε χωρίς να λογοκριθεί ούτε μία λέξη.
Τον Οκτώβριο προσχώρησε στο παράνομο Ιαπωνικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Τον Νοέμβριο, ταξίδεψε στη Νάρα για να επισκεφθεί το σπίτι του συγγραφέα Σίγκα Νάογια (志賀 直哉, 1883-1971), τον οποίο θαύμαζε από νεαρή ηλικία. Τον Απρίλιο του 1932, η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι του για έλεγχο και ο Κομπαγιάσι πήρε την απόφαση να εμπλακεί σε υπόγειες δραστηριότητες προκειμένου να ανασυγκροτήσει το πολιτιστικό κίνημα και την Ένωση, παρά την ολοένα εντεινόμενη καπίεση από τις αρχές.
Προς τα μέσα του ίδιου μήνα παντρεύτηκε την Ίτο Φούτζικο (伊藤ふじ子, 1911-1981), μέλος του Αριστερού Θεάτρου (東京左翼劇場). Στα τέλη Αυγούστου, ολοκλήρωσε το έργο του «Η Ζωή Ενός Κομματικού Μέλους (党生活者)», το οποίο είναι ίσως το μόνο του έργο που ο πρωταγωνιστής μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Συχνά αναφέρεται ότι η συγγραφή σε μια τέτοια περίοδο για τον ίδιο, όπου μετακόμιζε από το ένα κρησφύγετο στο άλλο και ήταν εξαιρετικά πολυάσχολος, ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. «Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιος εκεί έξω που είναι πρόθυμος να το κάνει, να αφιερωθεί ολόκληρος. Υπάρχει άραγε κανείς που να είναι πρόθυμος να πεθάνει για να γράψει;», είχε διερωτηθεί ο Κομπαγιάσι σε μια συζήτηση με έναν άλλο συγγραφέα τις ημέρες εκείνες.
Στις 20 Φεβρουαρίου του 1933, ο Κομπαγιάσι μαζί με τον ποιητή Ιμαμούρα Τσουνέο (今村 恒夫, 1908-1936) πήγαν στην Ακασάκα, σε ένα προκαθορισμένο σημείο συνάντησης σε δημόσιο χώρο αλλά, αντιλαμβανόμενοι ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, έφυγαν τρέχοντας. Οι δυο τους είχαν παρασυρθεί στην παγίδα που τους είχε στήσει ένας μυστικός αστυνομικός της Τόκκο, που είχε διεισδύσει στο Κόμμα τον προηγούμενο χρόνο. Καθώς διέφευγαν, μέλη της Τόκκο φώναξαν «Κλέφτης! Κλέφτης!» και περαστικοί έπιασαν τον Κομπαγιάσι. Εκείνος αρνήθηκε να αποκαλύψει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τις δραστηριότητες του κόμματος. Ξυλοκοπήθηκε και βασανίστηκε μέχρι που έχασε τις αισθήσεις του. Πέθανε σε λιγότερο από έξι ώρες μετά τη σύλληψή του. Η αστυνομία δήλωσε επισήμως ότι πέθανε από καρδιακή προσβολή, αλλά όταν η σορός του επιστράφηκε στην οικογένειά του την επόμενη ημέρα, μπορούσε αμέσως να καταλάβει κανείς ότι είχε βασανιστεί βάναυσα. Επιπλέον, τα αιτήματα των δικών του ανθρώπων για αυτοψία απορρίφθηκαν από αρκετά νοσοκομεία, υπό τον φόβο αρνητικών συνεπειών από την Τόκκο. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο δόθηκαν στη δημοσιότητα φωτογραφίες του παραμορφωμένου από τα βασανιστήρια σώματος του.

Ο Κομπαγιάσι περιγράφεται ως μια εύθυμη προσωπικότητα και ως ένας ομιλητικός άνθρωπος. Τα έργα του μπορούν συχνά να συνδεθούν με στιγμές της ζωής του, καθώς «αντλούσε» υλικό από τις διάφορες εμπειρίες του και από τα όσα έβλεπε γύρω του. Αρκετά από αυτά ωστόσο, έμειναν ημιτελή. Οι πρώτες του ιστορίες έτυχαν της αποδοχής του κοινού, γεγονός που ώθησε από νωρίς τις αρχές είτε να τις απαγορεύσουν, είτε να επιτρέψουν τη δημοσίευσή τους με λογοκρισία. Το συγγραφικό του στυλ περιγράφεται από έναν μελετητή του ως άκοσμο, δυναμικό και κινηματογραφικό, με μικρές παραγράφους που ζωντανεύουν τον ρυθμό ανάγνωσης. Το κείμενο του, αν και όχι υπεραπλουστευμένο, περιγράφεται ως προσιτό και ελκυστικό στο ευρύ κοινό, γεμάτο με ζωντάνια η οποία κρατά τον αναγνώστη. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, δύο από τις ιστορίες του έγιναν θεατρικές παραστάσεις, ενώ αξίζει ακόμη να αναφερθεί ότι πέρα από τη συγγραφή, ο Κομπαγιάσι ενδιαφέρθηκε και για τη ζωγραφική.
Ο Κομπαγιάσι είναι από τους σημαντικότερους (για κάποιους ο σημαντικότερος) εκπροσώπους της λεγόμενης προλεταριακής λογοτεχνίας στην Ιαπωνία, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένη στη χώρα κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ζητήματα όπως οι δυσκολίες της εργατικής τάξης και οι αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις που η γρήγορη ανάπτυξη του καπιταλισμού είχε επιφέρει υπήρξαν θέματα που απασχόλησαν πολλούς συγγραφείς και στοχαστές της εποχής. Στην εποχή μας, η κρίση του 2008 έφερε το λεγόμενο «Κάνι Κόσεν Μπουμ (蟹工船ブーム)», με το βιβλίο του να γίνεται μπεστ σέλερ-έκπληξη. Ακολούθησε μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τη ζωή και το έργο του. Επανεκδόσεις των κειμένων του, μάνγκα, ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, βιβλία και συνέδρια για το έργο και τη ζωή του ξεκίνησαν να εμφανίζονται. Ακόμη και φράσεις δημιουργήθηκαν από τον τίτλο του βιβλίου. Πολλοί μελετητές αναρωτήθηκαν πώς ένα τέτοιο βιβλίο, που μάλιστα κυκλοφόρησε στις αρχές του 20ου αιώνα, έγινε τόσο δημοφιλές πολλές δεκαετίες αργότερα. Τι του επέτρεψε να πουλήσει εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα και να δημιουργήσει αυτό το ενδιαφέρον; Η απάντηση που αρκετοί δίνουν είναι πως τα ζητήματα που ο Κομπαγιάσι αναπτύσσει στις ιστορίες του συνεχίζουν να παραμένουν επίκαιρα.
Υποσημειώσεις