Ο Κιτασάτο Σιμπασαμπούρο (1853-1931) αποτελεί έναν από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ιατρικής επιστήμης στην Ιαπωνία. Η έρευνά του είχε παγκόσμιο αντίκτυπο και πολλά από τα ευρήματά της αποτέλεσαν ορόσημα στην επιστήμη της βακτηριολογίας. Το 1901 ήταν υποψήφιος για το πρώτο Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής. Η μορφή του θα απεικονίζεται στο νέο χαρτονόμισμα των 1.000 γιεν.
Ο Κιτασάτο Σιμπασαμπούρο (北里 柴三郎) γεννήθηκε το 1853 στο Oγκούνι της περιφέρειας Χίγκο (σήμερα τμήμα του νομού Κουμαμότο). Ο πατέρας του ήταν ο διοικητής του χωριού. Μικρός φαίνεται πως ήταν αρκετά ζωηρός ωστόσο, έλαβε αυστηρή εκπαίδευση από το ευρύτερο οικογενειακό του περιβάλλον. Διδάχθηκε τα κλασικά κείμενα της κινεζικής παράδοσης και τις αρχές του Κομφουκιανισμού.
Το 1871 (στα δεκαοκτώ του), ξεκίνησε να φοιτά στο νεοϊδρυθέν ιατρικό σχολείο του Κουμαμότο (古城医学校) -σήμερα τμήμα του Πανεπιστημίου Κουμαμότο-. Εκεί ήταν υπεύθυνος ο γερμανός καθηγητής Constant George van Mansveldt (1832-1912)1 και υπό την καθοδήγησή του, ο Κιτασάτο μπόρεσε να μάθει τη δυτική ιατρική επιστήμη και να αφιερωθεί στη μελέτη της.
Στη συνέχεια (1875), πήγε στο Τόκιο, ώστε να σπουδάσει στο Ιατρικό Σχολείο του Τόκιο (東京医学校, πρόδρομο του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Τόκιο). Φαίνεται πως τα χρόνια αυτά των σπουδών του καθόρισαν και την αφοσίωσή του από τότε και στο εξής, σε αυτό που ονομάζουμε προληπτική ιατρική. «Η αποστολή του γιατρού είναι η πρόληψη των ασθενειών» έλεγε χαρακτηριστικά. Αποφοίτησε το 1883.
Παράλληλα, την ίδια χρονιά, παντρεύτηκε (απέκτησαν αργότερα έξι παιδιά)2 και τον επόμενο χρόνο (1884) ξεκίνησε να εργάζεται στο Κεντρικό Γραφείο Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Εσωτερικών, όπου ήταν διευθυντής ο γιατρός και αργότερα φίλος του και πολιτικός, Ναγκάιο Σένσαϊ (1838-1902).
Στα τέλη του 1885 στάλθηκε από την κυβέρνηση στη Γερμανία, ώστε να σπουδάσει την (νέα τότε) επιστήμη της βακτηριολογίας και επιδημιολογία, στο Πανεπιστήμια του Βερολίνου. Φοίτησε εκεί υπό τον γνωστό βακτηριολόγο Heinrich Hermann Robert Koch (1843-1910), με τον οποίο εργάστηκε και στο Ινστιτούτο το οποίο ο τελευταίος διεύθυνε (Royal Prussian Institute for Infectious Diseases). Τους Κιτασάτο και Koch συνέδεσε και φιλία. Ο Koch αργότερα (1908) επισκέφθηκε την Ιαπωνία και συχνά γίνεται αναφορά για το πως ο Κιτασάτο φρόντισε ο ίδιος να τον υποδεχθεί εγκάρδια και να τον ξεναγήσει στη χώρα.
Το 1889 ο Κιτασάτο κατάφερε να απομονώσει και να αναπτύξει το κλωστηρίδιο του τετάνου με καθαρή καλλιέργεια. Στη συνέχεια, εντόπισε την αντιτοξίνη η οποία προκαλεί ανοσία στην τοξίνη του και συνέβαλε με αυτό τον τρόπο στην ανάπτυξη της οροθεραπείας. Επιπλέον, εργάστηκε στις αντιτοξίνες της Διφθερίτιδας και του Άνθρακα (λοιμώδεις νόσοι). Στο πλαίσιο αυτό, το 1890, δημοσίευσε, μαζί με τον γερμανό Emil von Behring (1854-1917), το επιστημονικό άρθρο «The mechanism of immunity in animals to diphtheria and tetanus (Ο μηχανισμός ανοσίας στα ζώα έναντι της διφθερίτιδας και του τετάνου)»3, στο οποίο παρουσίαζε την σχετική του έρευνα. Οι δυο τους ανέπτυξαν τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να δημιουργηθεί παθητική ανοσία για τον τέτανο με τη χορήγηση, σε ένα ζώο, ορού σε δόσεις, από το αίμα ενός ήδη μολυσμένου. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί πως ο Behring βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής, το 1901 –ο Κιτασάτο ήταν υποψήφιος-, για την έρευνα τους αυτή στην οροθεραπεία και τη θεραπεία της διφθερίτιδας και του τετάνου.
Πριν επιστρέψει στην Ιαπωνία ο Κιτασάτο, φαίνεται πως έλαβε προσκλήσεις, για να συνεχίσει την καριέρα του, από ερευνητικά κέντρα άλλων χωρών. Ο ίδιος ωστόσο, λέγεται, πως αρνούνταν ευγενικά, υποστηρίζοντας πως «Ο σκοπός των σπουδών στο εξωτερικό είναι να βελτιώσει το εύθραυστο ιατρικό σύστημα της Ιαπωνίας και να σώσει τον πληθυσμό από μολυσματικές ασθένειες». Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο Κιτασάτο έλαβε τον τίτλο του επίτιμου καθηγητή από το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Το 1892 επέστρεψε λοιπόν στην Ιαπωνία. Αρχικά, δεν είχε καμία επαγγελματική προοπτική και ούτε μπορούσε να επιστρέψει στην παλιά του θέση. Με την υποστήριξη όμως του Ναγκάιο, του Φουκουζάουα Γιουκίτσι και του επιχειρηματία Ιτσιζάεμον Μοριμούρα (1839-1919)4, ίδρυσε και λειτούργησε ένα ιδιωτικό ερευνητικό κέντρο επιδημιολογίας, το Ινστιτούτο Μελέτης Λοιμωδών Νοσημάτων (私立伝染病研究所). Αργότερα (1898), η κυβέρνηση ξεκίνησε να το χρηματοδοτεί και το Ινστιτούτο απέκτησε δημόσιο χαρακτήρα. Εκεί, ο Κιτασάτο επιδόθηκε στη μελέτη της βακτηριολογίας με σκοπό την πρόληψη μεταδιδόμενων ασθενειών. Μάλιστα, το 1893, ίδρυσε (και πάλι με την υποστήριξη των Φουκουζάουα και Ιτσιζάεμον) το Τσουκουσιγκαόκα Γιότζοεν (土筆ヶ岡養生園), το πρώτο νοσοκομείο στην Ιαπωνία που ειδικευόταν στη θεραπεία της φυματίωσης και πρόδρομο του Νοσοκομείου του Ινστιτούτου Κιτασάτο (北里大学北里研究所病院).
Το 1894, η κυβέρνηση του ζήτησε να πάει στο Χονγκ Κονγκ, όπου είχε ξεσπάσει επιδημία Βουβωνικής πανώλης, ώστε να μελετήσει την ασθένεια. Εκεί, εντόπισε ένα βακτήριο, το οποίο θεώρησε ως υπεύθυνο για την ασθένεια. Παράλληλα, λίγες μέρες αργότερα, ο βακτηριολόγος Alexandre Emile Jean Yersin (1863-1943), ο οποίος είχε σταλεί επίσης στο Χονγκ Κονγκ από την γαλλική κυβέρνηση, ανακάλυψε το παθογόνο που προκαλούσε την ασθένεια. Το κατά πόσο οι δύο επιστήμονες ανακάλυψαν τον ίδιο οργανισμό (τον βάκιλο της πανούκλας/πανώλης) και το ποιος μεταξύ των δύο θα έπρεπε να θεωρείται ως εκείνος ο οποίος πρώτος έφτασε στην ανακάλυψη αποτέλεσαν θέματα πολλών επιστημονικών άρθρων και συζητήσεων. Φαίνεται όμως, πως γίνεται πλέον αποδεκτό ότι οι δύο έφτασαν στην ανακάλυψη σχεδόν παράλληλα και ανεξάρτητα ο ένας με τον άλλον5.
Μεταξύ άλλων, το 1897, ο Κιτασάτο μαζί με τον μαθητή του Σίγκα Κιγιόσι (1871-1957), μπόρεσαν να απομονώσουν και να μελετήσουν τον μικροοργανισμό Shigella dysenteriae, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την πρόκληση της δυσεντερίας6.
Το 1911 πήγε στην Ματζουρία για να μελετήσει την επιδημία πνευμονικής πανώλης και να συμμετέχει στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Πανώλης, που διοργανώθηκε στην πόλη Μούκντεν (σημερινή Σενγιάνγκ). Σε αυτό συμμετείχε ως αντιπρόεδρος, ενώ προήδρευσε και σε αρκετές από τις συνεδρίες που αφορούσαν τη βακτηριολογία και την παθολογία7. Επιπλέον, το 1913, ίδρυσε την Ιαπωνική Ένωση Πρόληψης Φυματίωσης της οποίας έγινε αντιπρόεδρος.
Το 1914, η κυβέρνηση αποφάσισε να θέσει το Ινστιτούτο υπό την δικαιοδοσία του υπουργείου παιδείας και να το ενσωματώσει στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο. Ο Κιτασάτο (και μεγάλο τμήμα του προσωπικού του Ινστιτούτου), ο οποίος πίστευε πως η έρευνα για τις μολυσματικές ασθένειες θα έπρεπε να είναι στενά συνδεδεμένη με τη διοίκηση της υγείας και πως το Ινστιτούτο θα έπρεπε συνεπώς να βρίσκεται υπό το υπουργείο εσωτερικών, παραιτήθηκε από τη θέση του, σε ένδειξη διαμαρτυρίας8.
Στη συνέχεια, ο ίδιος ίδρυσε (στο σημείο όπου είχε ιδρυθεί το νοσοκομείο Τσουκουσιγκαόκα Γιότζοεν) το Ινστιτούτο Κιτασάτο (北里研究所), μέρος σήμερα του Πανεπιστημίου Κιτασάτο (北里大学). Εκεί, συνέχισε την έρευνά του και «φιλοξένησε» μεγάλο αριθμό μαθητών και επιστημόνων. Το 1917 δημιούργησε το επιστημονικό περιοδικό «Kitasato Archives of Experimental Medicine».
Συνέχισε να είναι ενεργός και μεταξύ άλλων, το 1916 ίδρυσε την Ιατρική Ένωση Ιαπωνίας (日本医師会)9, της οποίας διετέλεσε και πρώτος πρόεδρος. Ήταν επίσης (1917) ο πρώτος κοσμήτορας του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κέιο (慶應義塾大学), ενώ υπηρέτησε και στην Άνω Βουλή (貴族院). Το 1921, μαζί με άλλα μέλη της ιατρικής κοινότητας, ίδρυσαν την εταιρεία Σέκισεν Κεν’όκι (赤線検温器株式会社), σκοπός της οποίας ήταν η παραγωγή του πλέον αξιόπιστου (ακριβούς) θερμομέτρου (η εταιρεία μετονομάστηκε αργότερα σε Terumo). Τέλος, το 1924 του απονεμήθηκε ο τίτλος του βαρόνου (男爵).
Το 1928 ο Κιτασάτο παραιτήθηκε από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο10 ωστόσο, ανέλαβε τον ρόλο του συμβούλου. Πέθανε από ενδοκρανιακή αιμορραγία (ICH) στο σπίτι του, στο Αζάμπου του Τόκιο, στις 13 Ιουνίου 1931.
Ο Κιτασάτο αποτελεί έναν από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ιατρικής επιστήμης στην Ιαπωνία. Η έρευνά του είχε παγκόσμιο αντίκτυπο και πολλά από τα ευρήματά της αποτέλεσαν ορόσημα στην επιστήμη της βακτηριολογίας. “Το να κάνετε απλώς έρευνα δεν αρκεί. Το πως μπορείτε να την αξιοποιήσετε για την κοινωνία να σκέφτεστε” , λέγεται πως τόνιζε στους ερευνητές του Ινστιτούτου του, πολλοί από τους οποίους άφησαν την δική τους σημαντική κληρονομιά στη ιατρική επιστήμη. Η μορφή του θα απεικονίζεται στο νέο χαρτονόμισμα των 1.000 γιεν, το οποίο θα κυκλοφορήσει το 2024.
Υποσημειώσεις
1 Τα πρώτα χρόνια της εποχής Μέιτζι (1868-1912) ήταν συνήθης η πρακτική της πρόσληψης ξένων ειδικών – συμβούλων σε τομείς όπως η εκπαίδευση. Οι «ειδικοί» αυτοί αναμενόταν πως θα βοηθήσουν στην ταχύτερη και αποτελεσματικότερη εξοικείωση των Ιαπώνων με τη δυτική γνώση και κατ’ επέκταση, στον ταχύτερο εκμοντερνισμό (στα δυτικά πρότυπα) της χώρας.
2 Απέκτησε και άλλα παιδιά, εκτός γάμου.
3 Behring EA, Kitasato S. Ueber das zustandekommen der diptherie-immunität und der tetanus-immunität bei thieren. Dtsch Med Woch. 1890
4 Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν πως έλαβε αρκετές δωρεές και από απλούς πολίτες, οι οποίοι πίστευαν στη σημασία του έργου του.
5 Αξίζει να σημειωθεί πως το σχετικό βακτήριο ονομάστηκε (το 1944) Yersinia pestis (βάκιλος του Γερσίν).
6 Μάλιστα, το σχετικό βακτήριο, καθώς και η τοξίνη που παράγει, πήραν το όνομά του: Shigella και Shiga toxin αντίστοιχα.
7 Σε μια περίοδο αυξημένης πολιτικής πίεσης, ο Κιτασάτο φέρεται να είχε κάνει κάποιες προκλητικές δηλώσεις πριν το συνέδριο.
8 Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν πως υπήρχε κόντρα μεταξύ του Κιτασάτο και του Αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου του Τόκιο.
9 Αρχικά ως Ιατρική Ένωση της Μεγάλης Ιαπωνίας (大日本医師会). Το 1923 μετονομάστηκε και αναγνωρίστηκε επίσης από την Παγκόσμια Ιατρική Ένωση (World Medical Association -WMA).
10 Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν πως ο λόγος της παραίτησής του ήταν ένα πρόσφατο σκάνδαλο που αφορούσε έναν από τους γιούς του και μία γκέισα.