Σεπτέμβριος 2022
Η φετινή σεζόν αναρρίχησης του όρους Φούτζι έληξε επισήμως το Σεπτέμβρη και απομένει ακόμα μισός χρόνος μέχρι να αρχίσει η επόμενη. Ναι, αναφέρομαι σε αυτό το όρος Φούτζι, τον ηφαιστειακό γίγαντα των 3.776 μέτρων, που επιβλέπει το Τόκιο και απειλεί να το καταστρέψει με την επόμενη έκρηξή του. Οι τυχεροί έχουν δει το Φούτζι κατά τη διάρκεια πτήσεων από και προς τα αεροδρόμια του Τόκιο. Οι ακόμα πιο τυχεροί το έχουν δει από πιο κοντά, από την Γκοτέμπα ή τη λίμνη Καουαγκούτσι. Αλλά πόσοι το έχουν παρατηρήσει εξ επαφής, για παράδειγμα από τον κρατήρα στη κορυφή; Απ’ ότι φαίνεται, αρκετά πολλοί. Και η υποφαινόμενη κατάφερε να το πραγματοποιήσει όχι μία, αλλά δυο φορές!
Το όρος Φούτζι είναι ο πιο δημοφιλής προορισμός για το καλοκαίρι. Η σεζόν αναρρίχησης διαρκεί συνήθως από τις 10 Ιουλίου μέχρι τις 10 Σεπτεμβρίου. Εκατοντάδες άνθρωποι επιχειρούν την ανάβαση κάθε χρόνο και ένα σημαντικό ποσοστό καταφέρνει να φτάσει στην κορυφή. Για πολλούς, είναι ένα θρησκευτικό προσκύνημα, μιας και το Φούτζι είναι ιερό βουνό. Για άλλους, είναι ένας τρόπος να διαπιστώσουν τις αντοχές τους. Η παροιμία λέει ότι «κάθε σοφός άνθρωπος έχει ανέβει στο Φούτζι, αλλά μόνο ένας ανόητος το ανεβαίνει δύο φορές». Ε λοιπόν, είμαι αυτός ο ανόητος και ήρθα να σας μιλήσω για την εμπειρία μου.
Ανέβηκα στην κορυφή του Φούτζι το 2017, μόλις τέσσερις μήνες αφότου έφτασα στην Ιαπωνία. Η διαδικασία της ανάβασης δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη. Ήμουν σε κακή φυσική κατάσταση επειδή δε γυμναζόμουν εκείνη την περίοδο, συνοδευόμουν από ανθρώπους που δεν γνώριζαν τι θα πει βουνό και παγωνιά, και επίσης διαλέξαμε ένα πολυσύχναστο σαββατοκύριακο για την εξόρμηση. Αποφασίσαμε να κάνουμε την ανάβαση γρήγορα, χωρίς να σταματήσουμε για ύπνο κάπου. Οι μόνες στιγμές ανάπαυλας ήταν στα παγκάκια στις βεράντες έξω από τα πανδοχεία, εκτεθειμένοι στον κρύο αέρα. Γι’ αυτό και τελικά συνάντησα μια ωραιότατη κρίση πανικού φτάνοντας στην κορυφή. Μου ήταν δύσκολο να συνηθίσω τη διαφορά υψομέτρου από το επίπεδο της θάλασσας του Τόκιο μέχρι τα 3776 μέτρα της κορυφής σε διάστημα ωρών. Οπότε ξεκίνησα αμέσως το κατέβασμα για να νιώσω καλύτερα, χωρίς να εξερευνήσω τον κρατήρα και χωρίς να φτάσω την πραγματική κορυφή, μισό χιλιόμετρο πιο πέρα. Ήμουν περήφανη που τα κατάφερα, αλλά απογοητευμένη που δεν το έκανα «σωστά». Σύντομα όμως το ξέχασα και η ζωή προχώρησε.
Πέντε χρόνια αργότερα, τέσσερις μέρες μετά την τελευταία παρουσίασή μου για το διδακτορικό, είμαι πάλι στο δρόμο για το Φούτζι. Τρεις καλοί φίλοι με συνοδεύουν, όλοι διδακτορικοί φοιτητές, όλοι εξαντλημένοι από τον μόχθο που ρίξαμε στο πτυχίο, όλοι ανίκανοι να χαλαρώσουμε μετά από μήνες συνεχόμενου άγχους. Οι τρεις τους επιχειρούν την ανάβαση για πρώτη φορά, σε αντίθεση με εμένα. Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε το μονοπάτι Γιοσίντα, αυτό που είναι πιο εύκολα προσβάσιμο από το Τόκιο. Επειδή ανέβηκα το Φούτζι ήδη μια φορά και έγινα *σοφότερη*, κανόνισα το πρόγραμμα της εκδρομής ώστε να μην κάνουμε τα ίδια λάθη με την προηγούμενη φορά. Κλείσαμε λεωφορείο από το Σιντζούκου (στη γραμμή των πέντε λιμνών του Φούτζι από τα λεωφορεία Κέιο) και θέση ύπνου σε ένα πανδοχείο στον 8ο σταθμό της ανάβασης (το κύριο μονοπάτι ξεκινά από τον 5ο σταθμό και η κορυφή είναι θεωρητικά ο 10ος). Το σχέδιο ήταν να κοιμηθούμε λίγες ώρες στο πανδοχείο και να ανεβούμε τα τελευταία χιλιόμετρα για την κορυφή ώστε να προλάβουμε την ανατολή. Το να περάσεις λίγες ώρες στα 3400 μέτρα αντί να ανεβαίνεις συνεχώς, βοηθά με τη διαχείριση της διαφοράς υψομέτρου.
Ήταν μια φωτεινή μέρα στις αρχές του Αυγούστου, με αρκετή ζέστη στο Τόκιο αλλά όχι πια όταν φτάσαμε με το λεωφορείο στον 5ο σταθμό στις 10:30 το πρωί. Το υψόμετρο σε αυτό το σημείο είναι 2305 μέτρα. Πολλοί τουρίστες επισκέπτονται τον 5ο σταθμό απλά για να απολαύσουν τη θέα προς το βουνό από κοντά. Φαίνεται κόκκινο από εδώ, το πραγματικό χρώμα του ηφαιστειακού χώματος. Παρόλο που οι περισσότεροι άνθρωποι φαντάζονται το Φούτζι μπλε, αυτό είναι μόνον το αποτέλεσμα της διάχυσης του φωτός στην ατμόσφαιρα. Επίσης, το χαρακτηριστικό λευκό καπέλο του έχει πια λιώσει στη μέση του καλοκαιριού. Περπατήσαμε λίγο ανάμεσα σε ένα σιντοϊστικό ιερό και τα καταστήματα. Οι φίλοι μου αγόρασαν ξύλινα μπαστούνια ορειβασίας, για να τα γεμίσουν με σφραγίδες-ενθύμια από τα πανδοχεία κατά μήκος της διαδρομής. Φάγαμε ένα χορταστικό πιάτο με σόμπα νούντλς για πρωινό και ξεκινήσαμε το περπάτημα. Ως μέτρο κατά του κορονοϊού, κάθε ορειβάτης που έμπαινε στο μονοπάτι έπρεπε να θερμομετρηθεί και να επιβεβαιώσει ότι δεν έχει συμπτώματα. Επίσης, όλοι πρέπει να πληρώσουν 1000 γιεν στο φορέα διαχείρισης του βουνού. Σε αντάλλαγμα, λαμβάνουν ένα εγχάρακτο ξύλινο μπρελόκ, με διαφορετικό σχέδιο κάθε χρόνο.
Το πρώτο τμήμα του μονοπατιού είναι καλυμμένο από δάσος, το τελευταίο κομμάτι της δασικής ζώνης που φτάνει μέχρι τα 2500 μέτρα. Συναντήσαμε αρκετούς ανθρώπους, εμφανώς εξουθενωμένους, στον δρόμο της επιστροφής τους. Σε αυτό το τμήμα επιτρέπονται τα άλογα για μεταφορά ανθρώπων, οι οποίοι συνήθως είναι τουρίστες. Γενικά, τα άλογα είναι χρήσιμα για τη μετακίνηση όσων έχουν τραυματιστεί ή εξουθενωθεί. Μπορούν να ανέβουν μέχρι λίγο πάνω από τον 6ο σταθμό, στο τμήμα του μονοπατιού που μοιάζει με χωματόδρομο. Στον 6ο σταθμό βρίσκεται και το κέντρο ασφαλείας, με οδηγίες για περίπτωση ανάγκης, όπως π.χ. τι να κάνεις σε περίπτωση έκρηξης. Ύστερα από διαδοχικές ήπιες πεζούλες, το μονοπάτι ξαφνικά γεμίζει με βραχώδεις σχηματισμούς από παλιές ροές λάβας. Οι άνθρωποι που συνεχίζουν στο μονοπάτι σταδιακά μειώθηκαν, επειδή αρκετοί σταμάτησαν για ξεκούραση και ύπνο στα πανδοχεία ανάμεσα στον 7ο και τον 8ο σταθμό. Υπάρχουν δεκαπέντε πανδοχεία πάνω στο μονοπάτι Γιοσίντα και όλα τους σερβίρουν πανάκριβα ράμεν στιγμής και νερό. Επίσης, πουλούν αναμνηστικές σφραγίδες με πυρογραφία για τα ορειβατικά ραβδιά, δίπλα από το παραδοσιακό τζάκι «ιρόρι».
Συνεχίσαμε προς τα πάνω και η ομίχλη μας ακολούθησε. Αν κοιτούσες κάτω, μπορούσες να δεις τη σκιά από τα χαμηλά σύννεφα πάνω από τις πέντε λίμνες του Φούτζι. Αν κοιτούσες πάνω, έβλεπες μόνο έναν συμπαγή όγκο μαύρης ομίχλης που περιόριζε την ορατότητα. Κάποιοι ορειβάτες άρχισαν να φορούν πιο βαριά ρούχα, επειδή η θερμοκρασία έπεφτε, άσχετα από το ότι ήταν ακόμα μεσημέρι. Προσπαθήσαμε να μην σταματήσουμε για διάλειμμα, μιας και το πανδοχείο μας θα σταματούσε να υποδέχεται κόσμο στις 8 μ.μ. Αν φτάναμε καθυστερημένοι, θα αναγκαζόμασταν να περάσουμε τη νύχτα έξω στο κρύο.
Στον 8ο σταθμό περίπου στα 3100 μέτρα υψόμετρο είδαμε κάποιους ορειβάτες να αντιμετωπίζουν πρόβλημα με το υψόμετρο, με συμπτώματα από τη λεγόμενη «νόσο των ορέων». Η ανάβαση είναι εξαιρετικά δύσκολη για τα παιδιά, αλλά είδαμε εντυπωσιακά πολλά να ανεβαίνουν χαρούμενα με τις οικογένειές τους. Ένα από τα πανδοχεία στον 8ο σταθμό ονομάζεται Τάισικαν, προς τιμήν της ανάβασης του πρίγκιπα Σοτόκου Τάισι, περίπου 1500 χρόνια πριν. Ο πρίγκιπας Σοτόκου είναι μια πολύ σημαντική μυθική φιγούρα, κυρίως επειδή εισήγαγε το βουδισμό στην Ιαπωνία.
Και εμείς στον 8ο σταθμό θα περνούσαμε τη νύχτα, αλλά στην πάνω άκρη του. Ξαφνικά, η ομίχλη άρχισε να μετατρέπεται σε βροχή. Βάλαμε γρήγορα τα αδιάβροχά μας και αρχίσαμε να κινούμαστε. Το πανδοχείο είχε ενημερώσει ότι δεν θα αφήσει να μπουν πελάτες αν είναι βρεγμένοι, μιας και σε τέτοιο υψόμετρο και κρύο, το νερό πάνω στα ξύλινα πατώματα δεν στεγνώνει ποτέ. Αυτά τα τελευταία γρήγορα χιλιόμετρα ήταν αρκετά δύσκολα σε σχέση με τα προηγούμενα.
Επιτέλους, μπορέσαμε να δούμε τη μεγάλη ταμπέλα του Τομόεκαν, του πανδοχείου μας, στα 3400 μέτρα. Το προσωπικό μας περίμενε με δυο μεγάλα πιστολάκια ο καθένας και πετσέτες για να μας στεγνώσουν. Μας έβαλαν να κάτσουμε και μας βοήθησαν να βγάλουμε τις μπότες και τα αδιάβροχά μας. Ήταν η πρώτη φορά που έλαβα τόσο εγκάρδια εξυπηρέτηση σε ένα τόσο ταπεινό μέρος. Μας έδειξαν ένα πλαστικό πανί, στο οποίο έπρεπε να ακουμπήσουμε τα πράγματά μας και να αλλάξουμε σε στεγνά ρούχα. Μετά, μας έδειξαν το δωμάτιο, πρακτικά ένα πατάρι με χώρο για ακριβώς 4 στρώματα φουτόν και μόλις 1.5 μέτρο χώρο μέχρι το ταβάνι. Από το παράθυρο, η θέα ήταν υπέροχη. Μπορούσα να δω την λίμνη Καουαγκούτσι ολοκάθαρα στη δύση.
Ξεκουραστήκαμε για λίγο, ώσπου να κατεβούμε στη μεγάλη αίθουσα για το δείπνο. Σε αυτήν την περίπτωση, δείπνο σημαίνει ένα μπιφτέκι, σούπα κάρυ και λίγο ρύζι σε ένα πλαστικό δοχείο. Ο χώρος είναι διακοσμημένος με ένα μικρό ιερό του Χι-νο-μικότο, του προστάτη της ασφαλούς ανάβασης και της επιτυχίας στις επιχειρήσεις. Το αρχικό άγαλμα βρισκόταν στον ναό Ζοζότζι, δίπλα στον πύργο του Τόκιο, αλλά χάθηκε σε μια περίοδο με έντονα αντι-βουδιστικά κινήματα κατά την μεταρρύθμιση Μέιτζι. Ξαφνικά, εμφανίστηκε με θαυματουργό τρόπο σε ένα ναό στους πρόποδες του Φούτζι, οπότε ένα αντίγραφό του φυλάσσεται εδώ.
Ευτυχώς, τα σύννεφα και η βροχή καθάρισαν. Από το μπαλκόνι του πανδοχείου μπορούσαμε να δούμε τα φώτα του μοναδικού κτιρίου από πάνω μας, αλλά και τους φακούς όσων συνέχισαν την ορειβασία μέσα στη νύχτα. Στο βάθος του ορίζοντα, πίσω από την λίμνη Καουαγκούτσι και την πόλη του Κόφου, φαινόταν μια καταιγίδα με κεραυνούς. Το προσωπικό με ενημέρωσε ότι την προηγούμενη μέρα φαινόταν ολοκάθαρα το σόου πυροτεχνημάτων πάνω από τη λίμνη. Κρίμα που το χάσαμε.
Το προσωπικό μας συμβούλεψε να μην κοιμηθούμε μετά το φαΐ, για να αποφύγουμε τη δυσφορία από την νόσο των ορέων. Οπότε περιμέναμε δύο ώρες και πήγαμε για ύπνο γύρω στις 9μ.μ. Σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι θαμώνες κοιμούνταν ήδη. Μπορούσες να ακούσεις κάθε ήχο, μιας και τα κρεβάτια μας χωρίζονταν από τα υπόλοιπα μόνο με μια κουρτίνα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ καθόλου, επειδή το κεφάλι και το σώμα μου τα ένιωθα άσχημα εξαιτίας του υψομέτρου. Ευτυχώς, κατάφερα να ξεκουραστώ λίγο, μόνο και μόνο επειδή ήμουν ζεστά και ξαπλωμένη. Γύρω στις 2 το ξημέρωμα, κάποιοι άρχισαν να ξυπνούν και να ετοιμάζονται για το τελευταίο κομμάτι της ανάβασης. Η ανατολή θα εμφανιζόταν στις 4:52 π.μ. και όλοι ανυπομονούσαν να ολοκληρώσουν τα τελευταία 400 μέτρα υψομέτρου για την κορυφή. Για πρωινό πήραμε διάφορα ψωμάκια και καφέ στιγμής από το πανδοχείο. Ύστερα, στερεώσαμε φακούς στα κεφάλια μας και ξεκινήσαμε να περπατάμε.
Προσωπικό ασφαλείας και εθελοντές βρίσκονταν στη θέση τους σε κάθε στροφή του μονοπατιού, φωνάζοντας ενθαρρυντικά λόγια στους ορειβάτες. Αφού περάσαμε τη λευκή πύλη τόριι και τα δύο αγάλματα κόμα-ίνου, πρακτικά φτάσαμε στην κορυφή. Για καλή μας τύχη δεν ήταν ασφυκτικά γεμάτα από κόσμο και μπορέσαμε εύκολα να βρούμε ένα μέρος να απολαύσουμε την ανατολή. Ένιωθα αναζωογονημένη και χαρούμενη. Το λάθος μου την προηγούμενη φορά ήταν ότι κοιμήθηκα αμέσως μόλις έφτασα στην κορυφή, ενώ περίμενα την ανατολή, και μάλλον αυτό μου προκάλεσε δυσφορία και κρίση πανικού.
Πράγματι, όλοι μας νιώθαμε τόσο αναζωογονημένοι σε σχέση με πριν, που περπατήσαμε άλλη μιάμιση ώρα γύρω από τον κρατήρα. Το πιο ψηλό σημείο του βουνού βρίσκεται στην άλλη μεριά του μονοπατιού Γιοσίντα, προς τη μεριά του νομού Σιζουόκα. Στην κορυφή Κενγκαμίνε βρίσκεται ένας μετεωρολογικός σταθμός για να καταγράφει τον καιρό και την ηφαιστειακή δραστηριότητα.
Στο κυκλικό μονοπάτι υπάρχουν διάφορα άλλα αξιοθέατα: δύο ναοί, μια πηγή με νερό, ένα ταχυδρομείο και δημόσιες τουαλέτες. Το ταχυδρομείο στην κορυφή είναι δίδυμο με το αντίστοιχό του στις Ελβετικές Άλπεις. Ένας μεγάλος αριθμός ορειβατών στέλνει κάρτες από εδώ, ώστε να έχουν επάνω την ταχυδρομική σφραγίδα του ψηλότερου σημείου της Ιαπωνίας.
Ο ακραίος όγκος ταχυδρομείου και άλλων αντικειμένων μεταφέρεται στη βάση του βουνού από μπουλντόζες, που κάνουν πάνω-κάτω το ήπιο μονοπάτι Σουμπασίρι. Αυτό το μονοπάτι πήραμε και εμείς για το κατέβασμα, οπότε συναντήσαμε δύο τέτοιες μπουλντόζες που μετέφεραν προμήθειες στην κορυφή. Κάνουν τρομερό θόρυβο και γεμίζουν τον αέρα με σκόνη, προκαλώντας βήχα. Το κατέβασμα είναι σαφώς πιο γρήγορο από το ανέβασμα, ίσως και επειδή γλιστρά αρκετά και κατεβαίνεις κυριολεκτικά κουτρουβαλώντας. Δεν έχει κανένα πανδοχείο, εκτός από μια έξοδο προς το Τομόεκαν που μείναμε χτες, ένα κέντρο εκκένωσης στον 7ο σταθμό και τουαλέτες στον 6ο σταθμό.
Αυτή τη φορά, ήμουν τυχερή που ο καιρός ήταν καθαρός κατά την ανατολή και μπορούσα να δω κάθε λεπτομέρεια από το τοπίο κάτω από το βουνό. Μπορούσα να δω ακόμα και την σκιά του Φούτζι σαν πυραμίδα πάνω από την Σιζουόκα. Καθώς ο ήλιος σηκωνόταν, μια θάλασσα από σύννεφα άρχισε να σχηματίζεται, καλύπτοντας την πεδιάδα. Την προηγούμενη φορά, μπορούσα να δω μόνο την θάλασσα από σύννεφα και καμία λίμνη. Αυτό και μόνο, με έκανε να νιώσω τόσο ικανοποιημένη που ανέβηκα ξανά το βουνό. Με λίγο καλύτερη προετοιμασία, μπόρεσα να απολαύσω την εκδρομή στο έπακρο. Η χαρά μου εξαφάνισε την κούραση από τις σπουδές και με έκανε να νιώσω έτοιμη για μια νέα αρχή.
Φωτογραφίες © Έλενα Αλουπογιάννη