Ο Κάιχο Σέιριο ήταν λόγιος της περιόδου Έντο. Μελέτησε τον Κομφουκιανισμό και τον ερμήνευσε με τον δικό του τρόπο, αναπτύσσοντας σειρά ιδεών γύρω από την πολιτική, κοινωνική και οικονομική οργάνωση της Ιαπωνίας, στα τέλη της περιόδου Έντο (1603-1867). Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του ταξιδεύοντας και διδάσκοντας, ενώ παράλληλα, παρείχε οικονομικές συμβουλές και καθοδήγηση σε οίκους σαμουράι και επαρχίες για την ανοικοδόμηση των οικονομικών τους και την καλύτερη διαχείρισή τους. Ο Σέιριο αναφέρεται συχνά ως ένας από τους «οικονομολόγους» της περιόδου Έντο, καθώς η οικονομική του σκέψη παρουσίαζε στοιχεία που τον ξεχωρίζουν από άλλους στοχαστές της εποχής. Η αντικειμενικότητα με την οποία προσπαθούσε να συλλάβει τα κοινωνικά φαινόμενα και η κεντρική θέση που έδινε στις εμπορικές σχέσεις χαρακτηρίζουν τη σκέψη του.
Ο Κάιχο Σέιριο (海保青陵 , 1755-1817)1 γεννήθηκε το 1755 στο Έντο (σημερινό Τόκιο), σε οικογένεια σαμουράι. Ο πατέρας του (角田市左衛門, 1730-1789) κατείχε σημαντική θέση (καρό -家老)2 στον οίκο των Αογιάμα, τον οίκο ντάιμιο (τοπικός άρχοντας) της επαρχίας Μιγιάζου (宮津藩), του Τάνγκο (σήμερα τμήμα του νομού Κιότο). Ο Σέιριο ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας.
Ο πατέρας του εργαζόταν ώστε να οργανώσει τα οικονομικά του οίκου ωστόσο, λόγω εσωτερικών διαμαχών αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τη θέση του και ο Σέιριο, από πολύ μικρή ηλικία, ανέλαβε ως κεφαλή της οικογένειας (1756). Δύο χρόνια αργότερα, ο οίκος μεταφέρθηκε σε άλλη επαρχία, αλλά η οικογένεια του Σέιριο ζήτησε άδεια να μην ακολουθήσει. Καθώς ωστόσο, ο πατέρας του θα συνέχιζε να λαμβάνει «μισθό» από τον οίκο των Αογιάμα, για όσο ζούσε, η οικογένεια δεν αντιμετώπισε οικονομικό πρόβλημα.
Ο πατέρας του φρόντισε ώστε ο Σέιριο να λάβει από νωρίς την κατάλληλη εκπαίδευση. Έτσι, από μικρός διδάχθηκε τις αρχές της Κομφουκιανικής θεωρίας. Αργότερα (1764), υπήρξε μαθητής του Ουσάμι Σινσούι (宇佐美 灊水, 1710-1776), ενός από τους σημαντικούς μαθητές του Όγκιου Σοράι (荻生徂徠 , 1666–1728). Έτσι, επηρεάστηκε από τη σκέψη του τελευταίου. Όπως όμως θα φανεί παρακάτω, οι ιδέες του ξέφυγαν αρκετά από τις θέσεις του Σοράι.
Ήρθε σε επαφή επίσης, με τη ράνγκακου (蘭学)3 υπό τον γιατρό και μελετητή Κατσουραγκάουα Χόσαν (桂川 甫三, 1728-1783). Ο Σέιριο μάλιστα ανέπτυξε στενή φιλία με τον γιο του, επίσης γιατρό και μελετητή ράνγκακου, Κατσουραγκάουα Χόσιου (桂川 甫周, 1751-1809). Η επαφή του αυτή με τη δυτική σκέψη φαίνεται ότι ήταν σημαντική στην εξέλιξη των ιδεών του και του ορθολογισμού (合理主義) του.
Το 1771, ο πατέρας του κλήθηκε να υπηρετήσει ως εκπαιδευτικός τον οίκο Οουάρι, έναν από τους τρεις οίκους Γκοσάνκε4. Η σειρά του Σέιριο δεν άργησε ωστόσο, εκείνος σύντομα παραιτήθηκε από τη θέση που του δόθηκε. Παράλληλα, άνοιξε μια ακαδημία στη περιοχή Νιχονμπάσι. Το 1776 παρέδωσε τα ηνία της οικογένειας στον μικρότερο του αδελφό (角田彪, 1758-1823), τον οποίο φαίνεται πως θεωρούσε ως έναν σοβαρό χαρακτήρα, ενώ υιοθέτησε και το επώνυμο Κάιχο, το οποίο ήταν το επώνυμο του προπάππου του.
Την ίδια χρονιά ζητήθηκε από τον πατέρα του να στείλει έναν από τους γιους του να υπηρετήσει, ως σύμβουλος-δάσκαλος, τον οίκο των Αογιάμα και έτσι, ο Σέιριο ανέλαβε τη θέση την οποία κράτησε για κάποια χρόνια.
Το 1784 αποφάσισε όμως να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει το Έντο5. Αυτή ήταν η απαρχή των ταξιδιών του στη χώρα. Το 1789 πήγε για πρώτη φορά στο Κιότο, ενώ επισκεπτόταν συχνά και την Όσακα, βγάζοντας τα προς το ζην εργαζόμενος ως σύμβουλος και δάσκαλος, δίνοντας συχνά διαλέξεις για τον Κομφουκιανισμό και την κλασική κινεζική γνώση.
Τότε ήταν που εξελίχθηκε και σε «οικονομολόγος» της εποχής – ή όπως συχνά αναφέρεται «πολιτικός σύμβουλος (経世家)» – και ανέπτυξε τις ιδέες του περί ορθής διαχείρισης. Ο Σέιριο ασχολήθηκε ιδιαίτερα με αυτά που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε πρόβληματα της δημόσιας διοίκησης (経世の問題). Έτσι, ενώ ταξίδευε και μελετούσε διάφορα μέρη της χώρας, έδινε συμβουλές για οικονομικές πολιτικές σε υψηλόβαθμους σαμουράι και μεγάλους τοπικούς εμπόρους που αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες. Ταυτόχρονα, ο ίδιος παρατηρούσε από πρώτο χέρι τις τοπικές οικονομίες και τις παραγωγικές δυνατότητες κάθε επαρχίας. Στα ταξίδια του μιλούσε με πλήθος ανθρώπων: αγρότες, μαγαζάτορες, εμπόρους. Μέσα από αυτές του τις εμπειρίες, μπόρεσε να αναπτύξει τις θεωρίες του για την ορθή οικονομική διαχείριση, για τις οποίες και έγινε γνωστός.
Το 1801 επέστρεψε στο Έντο, όπου κλήθηκε να υπηρετήσει ως κομφουκιανός λόγιος στον οίκο Οουάρι. Παραιτήθηκε ωστόσο και πάλι, τρία χρόνια αργότερα (1804), λόγω προβλημάτων υγείας. Σύντομα ξεκίνησε να ταξιδεύει εκ νέου. Επισκέφτηκε το Έτσιγκο, ύστερα από πρόσκληση ενός σημαντικού τοπικού εμπόρου. Στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, βρέθηκε στη Καναζάουα, τη Τακαόκα, τη Τατεγιάμα και τη Κάγκα.
Το 1806 πήγε και πάλι στο Κιότο, όπου και εγκαταστάθηκε, μένοντας εκεί έως το τέλος της ζωής του. Εκεί άνοιξε άλλη μία ακαδημία, ενώ αυτή ήταν και η πιο παραγωγική του περίοδος συγγραφικά. Στα γραπτά του, στα οποία βρίσκουμε συγκεντρωμένες τις ιδέες που όλα αυτά τα χρόνια ανέπτυξε, χρησιμοποιούσε απλή γλώσσα και κάποια από αυτά διαβάζονταν για αρκετά χρόνια.
Κοιτώντας την οικονομική του σκέψη, είναι σημαντικό να την εξετάσουμε στο πλαίσιο της εποχής στην οποία ο Σέιριο έζησε. Η περίοδος Έντο χαρακτηρίστηκε από περισσότερο από δύο αιώνες ειρήνης, και από επαρχίες με τοπικούς άρχοντες σαμουράι (τους λεγόμενους ντάιμιο) να ακολουθούν σταδιακά, λιγότερο ή περισσότερο (υπήρχαν σημαντικές διαφορές ανά περιοχή) το δρόμο της εμπορευματοποίησης και του εκχρηματισμού των οικονομιών τους. Η κοινωνία αποτελούταν από τέσσερις, ιεραρχικά οργανωμένες, βασικές κοινωνικές τάξεις: σαμουράι, αγρότες, τεχνίτες και εμπόρους6. Οι φόροι πληρώνονταν σε ρύζι, το οποίο μετατρεπόταν σε χρήμα σε σημαντικά κέντρα όπως η Όσακα και χρησιμοποιούταν στην κοσμική ζωή των μεγάλων πόλεων, ιδίως βεβαίως του Έντο.
Η οικονομική σκέψη τώρα, κατά την περίοδο αυτή, αποτελούσε κυρίως τμήμα της Κομφουκιανικής παράδοσης και εντασσόταν στις συστάσεις για την ορθή διαχείριση του έθνους, τη σωστή διακυβέρνηση από τον αγαθοεργό άρχοντα. Βρίσκουμε συνεπώς ιδέες που αφορούν τα οικονομικά κυρίως στα γραπτά κομφουκιανών μελετητών, όπως ήταν ο Σοράι και ο Ντάζαϊ Σουν’ντάι (太宰 春台, 1680-1747). Οι στοχαστές αυτοί ασχολήθηκαν με θέματα όπως η εμπορευματοποίηση, η φτώχεια, η οποία θεωρούταν παράγοντας αστάθειας, το χρήμα κ.ο.κ. Το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση, ήταν η διατήρηση της τάξης και όχι η πρόοδος. Είναι φανερό συνεπώς ότι τα χρόνια εκείνα, η οικονομική σκέψη δεν μπορούσε να διαχωριστεί από την πολιτική.
Για τον Σέιριο τώρα, οι εποχές είχαν αλλάξει και στο πλαίσιο της κοινωνίας της περιόδου Έντο, όπου η ειρήνη επικρατούσε για πάνω από έναν αιώνα, κλασικές έννοιες του Κομφουκιανισμού δεν επαρκούσαν για να «ρυθμίζουν» τη σύγχρονη ζωή. Αυτό που πλέον ήταν απαραίτητο, υποστήριζε ο Σέιριο, ήταν η σωστή οικονομική οργάνωση, σε ζητήματα όπως η φορολογία και ο πλούτος. Το θέμα δεν ήταν πια το πώς να δημιουργηθεί μια αρμονική κοινωνία, σε μια περίοδο συνεχούς αναταραχής, αυτό δηλαδή το οποίο απασχολούσε στοχαστές όπως ο Κομφούκιος, αλλά το πώς να διατηρηθεί η σταθερότητα και η αρμονία σε μια εποχή όπου η άρχουσα τάξη, αυτή των σαμουράι, «αιμορραγούσε» οικονομικά και ήταν υπερχρεωμένη.
Καθώς το βιοτικό επίπεδο της κοινωνίας, στο σύνολό της, είχε αυξηθεί, οι τάξεις των (μεγάλων) αγροτών, των τεχνιτών και των εμπόρων είχαν γίνει πιο σπάταλες και οι δαπάνες τους είχαν αυξηθεί. Και για να ανταπεξέλθουν, οι τρεις τάξεις, στα έξοδα αυτά, όπως ήταν λογικό, χρησιμοποίησαν το μυαλό τους για να αυξήσουν το διαθέσιμο εισόδημά τους, με αποτέλεσμα αυτό να αυξηθεί ανάλογα. Από την άλλη πλευρά, ενώ η ζωή των σαμουράι γινόταν επίσης πιο ακριβή το εισόδημα τους παρέμενε συνήθως στάσιμο. Ήταν συνεπώς φυσικό τα χρέη τους να συνεχίσουν να αυξάνονται και τα οικονομικά τους και των οίκων τους να αντιμετωπίζουν πρόβλημα.
Ο Σέιριο θεωρούσε ότι ο εκάστοτε τοπικός άρχοντας (ντάιμιο) της κάθε επαρχίας θα έπρεπε να ευημερεί και να είναι οικονομικά ισχυρός. Έτσι θα μπορούσε να διατηρήσει τη θέση του, αλλά και να συμβάλει στην ευημερία των υποτακτικών του και ολόκληρης της επαρχίας. Αυτή ήταν η θεωρία του περί «εθνικού συμφέροντος (國益)».
Ο Σέιριο εναντιώθηκε στην επικρατούσα αρνητική στάση απέναντι στην τάξη των εμπόρων και άσκησε κριτική στους κομφουκιανούς λόγιους της εποχής. Ο Σέιριο εδώ φαίνεται να αντλεί και από τον Σουντάι: οι ντάιμιο θα έπρεπε να αποκτήσουν τη λογική των εμπόρων. «Εάν πλούσιοι έμποροι ζουν στην πόλη-κάστρο σας, γιατί να θέλετε να τους εξαθλιώσετε; Θα πρέπει αυτοί να ενθαρρύνονται να αυξάνουν τον πλούτο τους. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο όφελος για μια περιοχή από το να κατοικούν πλούσιοι έμποροι στην πόλη-κάστρο», υποστήριζε. Η άρχουσα τάξη των σαμουράι θα έπρεπε να μάθει από τους εμπόρους και να αποκτήσει το επιχειρηματικό-εμπορικό πνεύμα τους. Αυτή ήταν η πιο ορθολογική επιλογή για την εποχή.
Ο Σέριο διαφέρει επίσης από τους σύγχρονούς του στο ότι έβλεπε τον τόκο ως κάτι εντελώς φυσικό, αποδεκτό και σύμφωνο με τις αρχές του Κομφουκιανισμού:
«Τα χωράφια, τα βουνά, η θάλασσα, τα πολύτιμα μέταλλα, το ρύζι – τα πάντα στον Ουρανό και στη Γη είναι ένα εμπόρευμα προς ανταλλαγή […], και είναι η αρχή (του Ουρανού –天理) ότι τέτοια εμπορεύματα παράγουν περισσότερα εμπορεύματα. Το ότι τα χωράφια παράγουν ρύζι δεν διαφέρει καθόλου από το ότι τα χρήματα παράγουν τόκους. Τα βουνά παράγουν ξυλεία, η θάλασσα παράγει ψάρια και αλάτι, τα χρήματα και το ρύζι παράγουν τόκους: είναι μια αρχή του Ουρανού και της Γης (天地ノ理). Αν εγκαταλείψετε τα χωράφια δεν θα παράγουν τίποτα. Αν αφήσετε τα χρήματα να μείνουν αδρανή, δεν θα παράγουν τίποτα. […] Ο ετήσιος φόρος για τα χωράφια και τα βουνά και τα προϊόντα της θάλασσας είναι όλα ένα είδος τόκου- πρόκειται για το δανεισμό ενός εμπορεύματος και τη λήψη τόκου. Αυτό το είδος του τόκου είναι αναπόφευκτο. Δεν είναι θέμα κερδοσκοπίας […], είναι απλώς μια αρχή του Ουρανού και της Γης.»
Στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας του, ο Σέιριο έφτασε μάλιστα στο σημείο να ισχυριστεί ότι όλες οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν κατά βάση εμπορικές, με την έννοια ότι οι αμοιβαίοι δεσμοί ήταν παρόμοιοι με εκείνους της αγοράς και της πώλησης. Ο αληθινός δρόμος ήταν ο δρόμος της αγοράς:
«η σχέση μεταξύ άρχοντα και υποτακτικού ήταν ανέκαθεν μια σχέση της αγοράς. Ο άρχοντας παρέχει στον υποτακτικό του μισθό και τον βάζει να εργάζεται- ο υποτακτικός δίνει την εργασία του στον άρχοντα και λαμβάνει ρύζι [σε αντάλλαγμα]. Πρόκειται για ένα θέμα εμπορίου: ο άρχοντας αγοράζει τον υποτακτικό και ο υποτακτικός πουλάει στον άρχοντα. Το εμπόριο είναι κάτι καλό, όχι κάτι κακό.»
Το να μην αντιλαμβανόμαστε αυτή τη πραγματικότητα και να βλέπουμε με περιφρόνηση τους εμπόρους ή έννοιες όπως το κέρδος και ο τόκος είναι κάτι που μόνο ζημιά προκαλεί και δυσχεραίνει τη θέση των σαμουράι. Η επιβίωση σήμαινε μια στρατηγική με την οποία ο καθένας θα εκμεταλλευόταν τα δυνατά του σημεία και θα χρησιμοποιούσε τον μηχανισμό του εμπορίου για να αποκτήσει αυτά που του έλειπαν. Το πρόβλημα, υποστήριξε, βρισκόταν στην ύπουλη τύφλωση που προκαλούσε η κομφουκιανική προκατάληψη κατά της νοοτροπίας των εμπόρων. Μόνο αν η άρχουσα τάξη «άνοιγε τα μάτια της» θα βελτιώνονταν τα πράγματα.
Επιπλέον, πέρα από την ανάπτυξη του εμπορίου, τα οικονομικά μέτρα που υποστήριζε περιλάμβαναν ένα ευρύ φάσμα μέτρων: από την αύξηση της παραγωγής και την κατασκευή λιμανιών μέχρι την ενθάρρυνση των αγροτών και των χαμηλόβαθμων σαμουράι να κάνουν οικιακές εργασίες.
Για τον Σέιριο, σοφοί ήταν εκείνοι που μπορούσαν να αντιληφθούν αντικειμενικά την πραγματικότητα της κοινωνίας και ανόητοι ήταν εκείνοι που περιφρονούσαν τις οικονομικές δραστηριότητες, όπως συχνά οι σαμουράι και οι κομφουκιανοί λόγιοι, οι οποίοι μπορούσαν να κάνουν διαλέξεις μόνο από θεωρητική σκοπιά, χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν αντικειμενικά τα πράγματα και να αναγνωρίσουν τους «λόγους (理)» πίσω από αυτά.
Ο Σέιριο αναγνώρισε επίσης ότι όλα τα ανθρώπινα όντα έχουν ιδιοτελή συμφέροντα, για αυτό και υποστήριζε ότι το προσωπικό συμφέρον των ανθρώπων πρέπει να κατευθύνεται προς οικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες εν τέλει θα ωφελούσαν το έθνος (μέσω της κάθε επαρχίας πάντα) στο σύνολό του, δηλαδή όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Όπως ένας μελετητής του έχει δηλώσει, σκοπός του Σέιριο ήταν μια κοινωνία που θα ήταν καλή για όλους τους ανθρώπους. Στόχος του δεν ήταν προωθήσει μια διακυβέρνηση που θα αντιμετώπιζε τυραννικά τους ανθρώπους, αλλά να απευθυνθεί στο ανθρώπινο συμφέρον και να προτείνει μια διακυβέρνηση βασιζόμενη στη «λογική».
Αξίζει επίσης, να αναφερθεί ότι ο Σέιριο ήταν υπέρ της αυστηρής εφαρμογής των νόμων και της θέσπισης τιμωριών βαρύτερων από τα εκάστοτε εγκλήματα. Η επιείκεια σε έναν κυβερνήτη θα οδηγούσε στην παρακμή, πίστευε. Όσο πιο αυστηρή ήταν η ποινή τόσο το καλύτερο, επειδή έτσι οι άνθρωποι δεν θα παρανομούσαν ξανά. Για τον Σέιριο ο σωστός τρόπος διακυβέρνησης ήταν ψυχρός και ορθολογικός.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν ήταν σύμφωνος με την κληρονομική μεταβίβαση των θέσεων και θεωρούσε πως η μόνη δικαιολογία για τη λήψη μισθού από κάποιον ήταν η καλή εκτέλεση της εργασίας του και πως οι άνθρωποι που δεν εκτελούσαν σωστά τα καθήκοντά τους θα έπρεπε να υποβιβάζονται σε αγρότες. Το να ήταν κανείς καλοπροαίρετος με τους άχρηστους δεν ήταν μέρος της φυσικής τάξης, υποστήριζε. Χρειαζόταν μια αξιοκρατία στην οποία οι εξυπνότεροι και οι καλύτεροι θα απασχολούνταν και θα υπηρετούσαν τους ντάιμιο.
Ο Σέιριο μάλιστα, είχε αναπτύξει μια θεωρία «ανθρώπινης κλίμακας» σύμφωνα με την οποία κάποιοι άνθρωποι βρίσκονται στην κορυφή, όντας οι πιο ανθρώπινοι από τους περισσότερους, άλλοι στη μέση, άλλοι χαμηλά, ενώ άλλοι, στον πάτο, όπου δεν μπορούν να διακριθούν από τα θηρία.
Τέλος, ο Σέιριο ήταν ακόμη, πολύ καλός γνώστης του κόσμου των τεχνών και είχε επαφές με πολλές προσωπικότητες του πολιτισμού. Συχνά επαινούσε το έργο εξειδικευμένων ζωγράφων, ενώ υπάρχουν ακόμη έργα όπου ο ίδιος ζωγράφισε. Ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση.
Ο Σέιριο πέθανε στο Κιότο το 1817. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ήταν «ελεύθερο πνεύμα», όπως συχνά περιγράφεται, και του άρεσε να είναι ανεξάρτητος. Όπως έγραφε, είχε μια διασκεδαστική ζωή. Δεν είχε υποχρεώσεις σε απογόνους, δεν είχε τύψεις για κάτι, δεν είχε έλλειψη τροφής και μπορούσε να γράφει όποτε ένιωθε την ανάγκη να το κάνει.
Ο Σέιριο αναφέρεται συχνά ως μία από τις πλέον σημαντικές φιγούρες της οικονομικής σκέψης της περιόδου Έντο. Αναγνώριζε τη σημασία της οικονομίας στην οργάνωση της κοινωνίας και έτσι, ανέπτυξε αρκετές ιδέες γύρω από αυτή.
Ένας μελετητής του τον έχει περιγράψει με τα εξής λόγια: «Οι ιδέες του Σέιριο είναι συχνά απλοϊκές και μερικές φορές, […] αποκρουστικές. Παρόλα αυτά, πολυδιαβασμένος, πολυταξιδεμένος, περίεργος για τα πάντα, ζώντας από τις συμβουλές που παρείχε σε ντάιμιο και τους κατοίκους των πόλεων, είναι σίγουρα ένας εξαιρετικός μάρτυρας της εποχής του, τον οποίο πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας.»
Υποσημειώσεις
1 Όπως ήταν σύνηθες για την εποχή, χρησιμοποίησε διάφορα ονόματα: γεννήθηκε λ.χ. ως Κόοκακου (皐鶴), ενώ το όνομα το οποίο του δόθηκε, ως επιπρόσθετο, κατά την ενηλικίωσή ήταν Μάνουα (萬和).
2 Οι κάρο (家老, πρεσβύτεροι του οίκου) ήταν υψηλόβαθμοι σαμουράι αξιωματούχοι και σύμβουλοι στην υπηρεσία των ντάιμιο.
3 Ο όρος αναφέρεται στις ολλανδικές σπουδές. Κατά την εποχή Έντο (1603-1867) τα ολλανδικά αποτελούσαν τη «διεθνή γλώσσα» στην Ιαπωνία. Η πολιτική απομονωτισμού που εφαρμόστηκε τα χρόνια εκείνα επέτρεψε, κατ’εξαίρεση, την ύπαρξη μιας oλλανδικής βάσης, στο τεχνητό νησί Ντετζίμα στο Ναγκασάκι, η οποία και ήταν η βασικότερη πηγή επαφών (εμπορικών και πνευματικών) με τον υπόλοιπο κόσμο. «Ελεγχόμενες» επαφές υπήρχαν μόνο με τις Κίνα, Κορέα και κάποιες νήσους (που αργότερα προσαρτήθηκαν στην Ιαπωνία).
4 御三家: Μαζί με τους οίκους Μίτο και Κίι, βασικοί οίκοι παρακλάδια του οίκου των σόγκουν, Τοκουγκάουα. Σε αυτούς είχαν προστεθεί και οι οίκοι Γκοσάνκιο (御三卿), Χιτοτσουμπάσι, Σιμίζου και Ταγιάσου.
5 Κάποιοι μελετητές συνδέουν την απόφασή του αυτή με την πρόσφατη αλλαγή στην ηγεσία του σογκουνάτου, και πολιτικές αλλαγές της περιόδου.
6 Ένα μέρος του πληθυσμού δεν ανήκε σε καμία από αυτές τις τάξεις. Έτσι, υπήρχαν οι άνθρωποι που έχαιραν είτε σεβασμού είτε φήμης, όπως Βουδιστές ιερείς, ηθοποιοί κ.α. και εκείνοι οι οποίοι είτε ήταν άτομα που περιφρονούσε η κοινωνία (όπως οι ιερόδουλες), είτε άνηκαν σε κάποια ομάδα απόκληρων.