Καμπουκιζά: Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα σε πέντε πράξεις

kabukiza-ticket

Κείμενο-φωτογραφίες: Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης

Πράξη I – Καμπουκιζά το Τέταρτο

Το ότι το Καμπούκι με συναρπάζει έγινε σαφές στους περισσότερους φίλους (και στην οικογένειά μου) όταν τον Απρίλιο του 2010 ταξίδεψα στην Ιαπωνία μόνο για μια εβδομάδα με αποκλειστικό σκοπό να προλάβω να δω την τελευταία από τις «Σαγιονάρα Κοέν» τις αποχαιρετιστήριες παραστάσεις που έδωσε το ιστορικό θέατρο Καμπουκιζά στην Γκίνζα του Τόκιο∙ το Καμπουκιζά είναι ένα θέατρο αποκλειστικά για το Καμπούκι που χτίστηκε αρχικά το 1889 αλλά που έχει περάσει από πέντε πλήρεις κατεδαφίσεις και αναστηλώσεις. Η πρώτη ήταν το 1921 λόγω πυρκαγιάς (οι φωτιές ήταν πάντα πρόβλημα στο Έντο και το Τόκιο, εξ ου και η έκφραση «κάτζι το κένκα ουά, Έντο νο χάνα» δηλαδή «οι καυγάδες και οι πυρκαγιές είναι τα λουλούδια του Έντο»), η δεύτερη το 1923 λόγω του Μεγάλου Σεισμού του Κάντο, η τρίτη το 1945 λόγω των βομβαρδισμών των Συμμάχων και η τελευταία το 2010 επειδή χρειαζόταν μια ανακαίνιση, τόσο για καλύτερη αντισεισμικότητα όσο και για καλύτερη πρόσβαση για κοινό και ηθοποιούς.

 

Άξιζε; Απολύτως! Ειδικά εκείνο το τελευταίο σετ (λόγω του τεράστιου και πολυδιάστατου ρεπερτορίου του που απαρτίζεται από έργα που διαρκούν από μερικά λεπτά μέχρι αρκετές ώρες, το πρόγραμμα του Καμπούκι αλλάζει κάθε μήνα και αποτελείται από τρία σετ: πρωινό, απογευματινό και βραδινό, από τις 11 το πρωί ως τις 8-9 το βράδυ) που ανέβηκε εκείνον τον Απρίλιο θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τίτλο «Ανθολογία του Καμπούκι» καθώς περιελάμβανε όλους τους μεγάλους (Νταντζούρο, Κικουγκόρο, Ταμασαμπούρο, Τοτζούρο, Κιτσιεμόν, Κανζαμπούρο, Έμπιζο και δεκάδες άλλους) σε έργα που θεωρούνται από τα καλύτερα του ρεπερτορίου∙ έργων όπως τα ιστορικά δράματα «Τερακόγια» και «Κουμαγκάι Τζίνγια» και τα μισό-κωμικά, μισό-δραματικά «Σουκερόκου» και «Σανίν Κιτσίσα». Όμως ακόμα και αν ήταν μια «συνηθισμένη» παράσταση, δε θα την έχανα με τίποτα –αν μη τι άλλο, για την ιστορική σημασία του να βρεθώ εκεί που συνέβαινε κάτι σημαντικό.

Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς πόσο συγκινητική ήταν η ατμόσφαιρα. Ήταν κάτι που διαχεόταν από όλους όσους εργάζονταν μέσα και γύρω από το θέατρο, από τις κοπέλες στη ρεσεψιόν ως τον κ. Καζούσι, έναν καστανά που πούλαγε τα κάστανά του έξω από το θέατρο επί σχεδόν μισό αιώνα. Αν και πολύ λίγα κτήρια ζουν αρκετά ώστε να γεράσουν στην Ιαπωνία, μια χώρα και μια κουλτούρα διαβόητη για το ότι ξαναχτίζει, αναμορφώνει και αλλάζει σχεδόν τα πάντα, στον αέρα υπήρχε διάχυτη μια θλίψη. Και αυτό γιατί για τους ανθρώπους της κοινότητας του Καμπούκι, το θέατρο είναι σαν τους ηθοποιούς: κάθε δεδομένη στιγμή, υπάρχει μόνο ένας «Ιτσικάουα Νταντζούρο», «Νακαμούρα Κανζαμπούρο» ή «Μπάντο Ταμασαμπούρο» και ο αριθμός που ακολουθεί το όνομά του δείχνει τη θέση του στην οικογενειακή παράδοση, δηλαδή τη γενιά. Αντίστοιχα, το Καμπουκιζά που κατεδαφίστηκε τον Απρίλιο του 2010 ήταν το «Τέταρτο» και αυτό που άνοιξε αυτόν τον Απρίλιο, το «Γκοντάιμε», το «Πέμπτο», ίδιο στην ουσία αλλά διαφορετικό. Από αυτή την άποψη, το Τέταρτο δεν ξαναχτίστηκε αλλά πέθανε προκειμένου να μπορέσει να γεννηθεί ο διάδοχός του και κάτι τέτοιο σίγουρα συνοδεύεται από αισθήματα θλίψης και απώλειας.

 

Ευτυχώς για μένα, αυτή τη φορά το ταξίδι στο καινούριο Καμπουκιζά ήταν πολύ συντομότερο: βρισκόμουν ήδη στην Ιαπωνία οπότε έπρεπε απλώς να φροντίσω να βρω εισιτήριο αρκετά νωρίς∙ από εκεί και πέρα, το μόνο μου πρόβλημα ήταν να διαχειριστώ την προσμονή, κάτι όχι ιδιαίτερα εύκολο αφού η Σοτσίκου, η εταιρεία στην οποία ανήκει το θέατρο και η οποία εμπλέκεται σε παραγωγές Καμπούκι από τα τέλη του 19ου αιώνα, έβαλε τα δυνατά της να την αυξήσει! Επί μήνες τα ΜΜΕ ήταν γεμάτα με δημοσιεύματα που πυροδοτούσαν τη φαντασία ενώ από όταν έφυγαν οι σκαλωσιές και τα παραπετάσματα  από το εργοτάξιο, εικόνες και βίντεο άρχισαν να κυκλοφορούν σαν τρελά. Οι κάτοικοι του Τόκιο και ειδικά της Γκίνζα έδιναν διαρκώς συνεντεύξεις και καθώς οι ίδιοι ήταν ενθουσιασμένοι, ο ενθουσιασμός τους ήταν κολλητικός –παράλληλα, όποτε κάποιος ηθοποιός του Καμπούκι είχε την ευκαιρία να μιλήσει κάπου, δεν παρέλειπε να αναφέρει πόσο ικανοποιημένος ήταν με τα αποτελέσματα και πόσο περίμενε το άνοιγμα του θεάτρου.

Ένα από τα κορυφαία σημεία αυτής της καμπάνιας ήταν η τελετή των εγκαινίων που συνοδεύτηκε από μια παρέλαση των ηθοποιών στους δρόμους της Γκίνζα∙ αυτό έγινε στις 27 Μαρτίου και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε απέδειξαν πόσο ισχυρό είναι το στοιχείο της κοινότητας στο Καμπούκι: αν και ο καιρός ήταν απαίσιος (χαμηλή θερμοκρασία και συνεχής δυνατή βροχή), περισσότεροι από 36.000 ανθρώπους στήθηκαν στο δρόμο περιμένοντας να δουν έστω και για μια στιγμή τον Ιτσικάουα Έμπιζο, τον Νακαμούρα Κάνκουρο ή οποιονδήποτε άλλο από τους 63 ηθοποιούς που παρέλασαν ντυμένοι με τα επίσημα μαύρα τους μοντσούκι και τις ριγές χακάμα. Τόσος ήταν  ενθουσιασμός του πλήθους που σε πολλές περιστάσεις οι ηθοποιοί χαμήλωσαν πρόθυμα τις διάφανες ομπρέλες τους και εκτέθηκαν στα στοιχεία της φύσης ώστε να γίνουν ένα με το κοινό τους.

Πράξη II – Καμπουκιζά το Πέμπτο

Χρειάστηκαν τρία χρόνια και αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για να χτιστεί το Γκοντάιμε∙ αυτή τη φορά οι αρχιτέκτονες κράτησαν σχεδόν ανέπαφο το σχεδιασμό του προκατόχου του αλλά στην πλάτη του έχτισαν έναν ουρανοξύστη 29 ορόφων. Αν και υπήρξε αρκετή διχογνωμία σχετικά με τις σχεδιαστικές αποφάσεις, όταν ήρθε η μέρα που το αποτέλεσμα παρουσιάστηκε στο κοινό, ακόμα και οι πιο αυστηροί επικριτές αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι οι φόβοι τους ήταν, εν πολλοίς, αβάσιμοι: αν και ο ουρανοξύστης είναι πράγματι μοντέρνος (και στο Τόκιο αυτό σημαίνει «πολύ μοντέρνος»!) δεν καταφέρνει να επισκιάσει το τριώροφο περίτεχνο Καμπουκιζά με τα επίχρυσα πρόστεγα και τα καμπυλωτά αετώματα, τον πύργο γιαγκούρα με το θυρεό του φοίνικα, απομεινάρι από την εποχή του Έντο, όταν οι πύργοι αυτοί έδειχναν ότι το θέατρο έχει πάρει άδεια λειτουργίας από την κυβέρνηση του σογκούν και τα χάρτινα κόκκινα φαναράκια τσότσιν στην πρόσοψή του τα οποία, ακόμα και σήμερα κρεμιούνται ή αντικαθίστανται από τους διαδόχους της Έκτης Ομάδας της Πρώτης Περιφέρειας πυροσβεστών του Έντο.

Πράξη III – Στην πύλη

Φτάνοντας στο θέατρο στις 7 Απριλίου (φυσικά ήθελα να πάω στην ίδια την πρεμιέρα της 2ης Απριλίου αλλά φυσικά ήταν αδύνατο να βρει κανείς εισιτήριο!) αισθάνθηκα, αν μου επιτρέπεται η έκφραση, σαν να επέστρεφα στο σπίτι μου –αλλά ακόμα καλύτερα. Ξεκινώντας από το σταθμό Χιγκάσι Γκίνζα του μετρό ο οποίος έχει μεταμορφωθεί ώστε να μοιάζει και να λειτουργεί σαν μια αγορά του Έντο αφιερωμένη στο Καμπούκι, γεμάτη κόσμο και πωλητές που πουλούσαν από τσίχλες με ειδικά περιτυλίγματα με θέμα το Καμπούκι ως χειροποίητες ξυλοτυπίες ουκιγιόε και με κύριο στοιχείο ένα τεράστιο λευκό τσότσιν με το θυρεό του Καμπουκιζά και συνεχίζοντας στο δρόμο και στο ίδιο το θέατρο με τη μοβ κουρτίνα στη θέση της πάνω από την είσοδο, τις ταμπέλες που λέγονται εκανμπάν με τις ζωγραφιές για καθένα από τα επτά έργα της ημέρας, το μικρό Σντοϊστικό ναό αφιερωμένο στον Ο-Ινάρι-σαν, προστάτη του ρυζιού και των ηθοποιών του Καμπούκι και τα βαρέλια τάρου με το σάκε, αφιερώματα στην επιτυχία του θεάτρου, τα πάντα ήταν συγκινητικά.

Όπως το εξωτερικό  του, το εσωτερικό του θεάτρου έδινε ταυτόχρονα μια αίσθηση οικειότητας και αγνώστου. Η βασική αρχιτεκτονική δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει, όμως υπάρχουν ορισμένες ευπρόσδεκτες προσθήκες, όπως για παράδειγμα οι κυλιόμενες σκάλες που επιτρέπουν στους πάντες εύκολη πρόσβαση παντού. Το πραγματικό θαύμα ήταν η ίδια η αίθουσα: ο χώρος μεταξύ των καθισμάτων είναι πολύ πιο άνετος (το Τέταρτο ήταν πραγματικά πολύ ασφυκτικό) όμως όταν γέμισε κατάφερνε να αποπνέει μια αίσθηση πληρότητας, κάτι αναγκαίο για την ψυχολογία των ηθοποιών ώστε να μην αισθάνονται ότι παίζουν σε άδειες καρέκλες. Όχι ότι υπήρχε κανένας τέτοιος φόβος εκείνη την ημέρα: η αίθουσα ήταν πραγματικά γεμάτη από 1808 θεατές καθισμένους σε τρία επίπεδα, όλους εξοπλισμένους με τσάι ή αναψυκτικά, πακέτα μπέντο με φαγητό, κιάλια, ασύρματους οδηγούς με ακουστικά που προσφέρουν εξηγήσεις για το τι συμβαίνει επί σκηνής, προγράμματα ή βιβλιαράκια με πληροφορίες για τους ηθοποιούς ή, για όσους αισθάνονταν πιο θαρραλέοι, φορητές οθόνες που κουμπώνουν στην πλάτη του καθίσματος μπροστά τους και που δίνουν ακόμα περισσότερες πληροφορίες κατά τη διάρκεια του έργου (ακόμα ένας νεωτερισμός του Πέμπτου).

Πράξη IV –  Πέντε κλέφτες

Και ύστερα, η τρίχρωμη αυλαία που λέγεται «τζοσίκι μάκου» ανοίγει και αρχίζει η μαγεία. Μέσα σε μια στιγμή ξεχνάς ότι βρίσκεσαι στη μέση της πιο σύγχρονης πρωτεύουσας στον κόσμο και μεταφέρεσαι στο Έντο, σε ένα κατάστημα που πουλάει κιμονό και ακούς τους υπαλλήλους να συζητούν για μια παραγγελία από κάποιον σαμουράι∙ πρόκειται για την πρώτη σκηνή του «Μπέντεν Κόζο», ενός από τα πιο διάσημα έργα του Καμπούκι με πρωταγωνιστές τους Ονόε Κικουγκόρο Ζ’ στο ρόλο του διαβόητου κλέφτη με το ίδιο όνομα, Νακαμούρα Κιτσιεμόν Β’ στο ρόλο του αρχηγού της συμμορίας, Νιπόν Νταεμόν, Ιτσικάουα Σάντατζι Δ’, Μπάντο Μιτσουγκόρο Ι’ και Νακαμούρα Τοκιζό Ε’ στους ρόλους των υπόλοιπων πέντε κλεφτών-μελών της συμμορίας (Νάνγκο Ρικιμάρου, Ταντανόμπου Ριχέι και Ακαμπόσι Τζουζαμπούρο αντίστοιχα), Νακαμούρα Μπαϊγιόκου Δ’ στο ρόλο του δικαστή Αότο Σαεμόν Φουτζισούνα και Ματσουμότο Κοσίρο Θ’ (ο οποίος στην πραγματικότητα είναι αδερφός του Κιτσιεμόν αλλά που στο Καμπούκι ανήκει σε άλλη «οικογένεια») σε έναν μικρό αλλά σημαντικό ρόλο.

Οι λεπτομέρειες του έργου, το οποίο ανήκει στην κατηγορία των «σεουαμόνο», δηλαδή των έργων που διαπραγματεύονται τις ζωές απλών ανθρώπων και όχι αυτών που απεικονίζουν ιστορικά γεγονότα (αν και το «Μπεντέν Κόζο» έχει και ορισμένα τέτοια στοιχεία!) είναι πολύ περίπλοκες για να τις παρουσιάσουμε εδώ∙ αρκεί να πούμε ότι περιλαμβάνουν πολύ τυπικά στοιχεία του Καμπούκι όπως η εξαπάτηση, μια μακρά ιστορία που σχετίζεται με κάποιο σχεδόν μαγικό αντικείμενο, δράση (η σκηνή στη στέγη του ναού Γκοράκουτζι όπου ο Μπεντέν αντιμετωπίζει διαδοχικά κύματα αστυνομικών είναι από τις πιο γνωστές σκηνές «τατσιμαουάρι» δηλαδή συμπλοκής σε όλο το ρεπερτόριο), ηρωικές συμπεριφορές και ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο αιτίας και αποτελέσματος, εγκλήματος και τιμωρίας, επιλογών και συνεπειών. Αυτό που έχει σημασία ωστόσο, είναι αυτό που έχει πάντα σημασία στο Καμπούκι: το ανέβασμα και πώς οι ηθοποιοί καταφέρνουν να δουλεύουν μέσα από τα διάφορα «κάτα», τις φόρμες που αποτελούν τα δομικά στοιχεία του είδους (και του ιαπωνικού πολιτισμού γενικότερα) ώστε να παρουσιάσουν μια παράσταση που είναι ταυτόχρονα μοναδική αλλά και πιστή στη ροή της παράδοσης κάθε οικογένειας, συντεχνίας αλλά και του ίδιου του Καμπούκι.

Πράξη  V – Μια μάγισσα, ένας πολεμιστής και κάποιες σκέψεις

Αν το «Μπεντέν Κόζο» είναι η γιανγκ, η φωτεινή πλευρά του Καμπούκι, το «Σινόμπι Γιόρου Κόι ουά Κουσεμόνο», το δεύτερο έργο εκείνης της ημέρας είναι η γιν, η σκοτεινή∙ το «σκοτεινή» δεν είναι σχήμα λόγου καθώς διαδραματίζεται σε ένα ημίφως, ανάμεσα στα ερείπια του κάστρου του Τάιρα νο Μασακάντο (ιστορικό πρόσωπο αν και το έργο είναι χορόδραμα και όχι «τζιντάι-μόνο» δηλαδή ιστορικό δράμα) όπου οι δύο ήρωες, ο Όγια νο Τάρο Μιτσουκούνι, ένας πολεμιστής τον οποίο ερμήνευε ο Ονόε Σορόκου Δ’ και η κόρη του Μασακάντο, Τακιγιάσα (παιγμένη από τον πιο διακεκριμένο «οναγκάτα», δηλαδή ηθοποιό που ειδικεύεται σε γυναικείους ρόλους, του Καμπούκι, τον εξαίσιο Μπάντο Ταμασαμπούρο Δ’), κάτι ανάμεσα σε φάντασμα και πραγματική μάγισσα έρχονται αντιμέτωποι σε έναν περίεργο χορό, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Τι μπορεί να πει κανείς για μια τέτοια εκτέλεση, ειδικά από τον Ταμασαμπούρο; Είμαι βέβαιος ότι δεν είμαι ο μόνος που αισθάνεται ότι πρόκειται για την τέλεια ενσάρκωση όλων όσων αποτελούν το Καμπούκι: την κομψότητα, το λαμπερό μεγαλείο, το σπάσιμο της φόρμας που μπορεί να έρθει μόνο μετά από την πλήρη τελειοποίησή της, το αβίαστο βάρος ακόμα και στην παραμικρή λεπτομέρεια, στην ελάχιστη χειρονομία και στο μικρότερο βήμα. Ο Ταμασαμπούρο δεν είναι «οναγκάτα» ή «ηθοποιός του Καμπούκι»  –είναι η επιτομή αυτού που είναι ένας καλλιτέχνης. Ή αυτού που πρέπει να είναι.

Τα τείχη του κάστρου γκρεμίζονται, η Τακιγιάσα ξεδιπλώνει το λάβαρο του πατέρα της, η ριγέ αυλαία πέφτει και το κοινό ξεσπάει σε χειροκροτήματα και φωνές –η παραδοσιακή επευφημία στο Καμπούκι είναι τα ονόματα των συντεχνιών των ηθοποιών. Οι θεατές σηκώνονται, μαζεύουν τα πράγματά τους και προχωρούν βιαστικά προς τις εξόδους∙ είναι ιάπωνες και δε θέλουν να καθυστερήσουν το κοινό του τελευταίου σετ που περιμένει υπομονετικά μπροστά από το θέατρο. Το σετ αυτό περιλαμβάνει το «Καντζιντσό», για πολλούς το πιο διάσημο έργο του Καμπούκι με τον Κοσίρο στο ρόλο του μοναχού-πολεμιστή Μπενκέι, τον Μπαϊγιόκου στο ρόλο του πιο αγαπημένου στους Ιάπωνες χαμένου, του Μιναμοτο νο Γιοσιτσούνε και τον Κικουγκόρο στο ρόλο του φύλακα Τογκάσι. Θα ήθελα πραγματικά να μείνω και να το δω όμως πιθανότατα κάποια άλλη φορά: το Καμπούκι δεν είναι για να το μπουχτίζεις αλλά για να το απολαμβάνεις και τώρα που το Καμπουκιζά λειτουργεί ξανά κανονικά, θα υπάρξουν άφθονες ευκαιρίες.

Βγαίνω στο απογευματινό φως της Γκίνζα, μπλέκομαι με το πλήθος με τα κιμονό (οι φανατικοί φίλοι του Καμπούκι έρχονται πάντα φορώντας κιμονό), ρίχνω μια ματιά στις επιγραφές, γραμμένες με το ειδικό στιλ γραφής του Καμπούκι που λέγεται «Καντέι Ρίου» και αρχίζω να περπατάω προς το Σίνμπασι για να πάρω το τρένο μου. Δεν αισθάνομαι άσχημα που δεν μπόρεσα να τραβήξω φωτογραφίες (απαγορεύεται κατά τη διάρκεια των παραστάσεων) καθώς είναι σχεδόν αδύνατο να συλλάβει κανείς την πεμπτουσία του Καμπούκι ακόμα και αν πιάσει τον ηθοποιό όταν κάνει παύση και παίρνει τις πόζες που λέγονται «μιε». Λυπάμαι μόνο γιατί στις δύο τελευταίες σκηνές του «Μπεντέν Κόζο» ήθελα τον αγαπημένο μου Ιτσικάουα Νταντζούρο ΙΒ’ επάνω στην πύλη του ναού να βλέπει με τα μάτια του Νιπόν Νταεμόν τον Μπεντέν να συναντά τη μοίρα του. Δυστυχώς ο Νταντζούρο, ο πατριάρχης του Καμπούκι και επικεφαλής της πιο σημαντικής συντεχνίας, της Ναριτάγια, συνάντησε τη δική του στις 3 Φεβρουαρίου. Ίσως όμως να έβλεπε από κάπου ψηλότερα, μαζί με τον άλλο μεγάλο του Καμπούκι που χάθηκε μόλις δύο μήνες νωρίτερα, τον Νακαμούρα Κανζαμπούρο ΙΗ’. Έπρεπε και οι δύο να ήταν εκεί εκείνη την ημέρα όμως οι γιοί τους ήταν και το Καμπούκι είναι, τελικά, μια ροή.

ENGLISH

Γρηγόρης Μηλιαρέσης
Γρηγόρης Μηλιαρέσης
Δημοσιογράφος και μεταφραστής. Έχει συνεργαστεί με πλειάδα εφημερίδων, περιοδικών (τόσο του γενικού όσο και του ειδικού τύπου) και εκδοτικών οίκων και με ειδίκευση στο Ίντερνετ, τις πολεμικές τέχνες και την Ιαπωνία όπου και ζει τα τελευταία χρόνια. Από το 2012 μέχρι το 2016 έγραφε την εβδομαδιαία στήλη στο GreeceJapan.com "Γράμματα από έναν αιωρούμενο κόσμο" και το 2020 κυκλοφόρησε το ομότιτλο βιβλίο του. Περισσότερα στη συνέντευξη που είχε δώσει στο GreeceJapan.com.

Η αναδημοσίευση περιεχομένου του GreeceJapan.com (φωτογραφιών, κειμένου, γραφικών) δεν επιτρέπεται χωρίς την εκ των προτέρων έγγραφη άδεια του GreeceJapan.com

ΡΟΗ ΑΡΘΡΩΝ

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ
TΟ 1o ANIME RADIO ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑspot_img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ