Τα τελευταία πέντε χρόνια, κάθε χρόνο στις 22 Ιουλίου, κάνω πάντα το ίδιο πράγμα: πηγαίνω στο Σιντζούκου, αγοράζω ένα τσάι από τον αυτόματο πωλητή και στη συνέχεια βγαίνω από τη δυτική έξοδο που βρίσκεται στο επίπεδο του δρόμου (τη λένε και «έξοδο Odakyu» γιατί βγαίνει στο ισόγειο του πολυκαταστήματος με την ίδια ονομασία), στέκομαι στο καπνιστήριο που βρίσκεται ακριβώς μπροστά και καπνίζω μια πίπα πίνοντας το τσάι και παρατηρώντας το πηγαινέλα του κόσμου, τα αυτοκίνητα και τον ήλιο που καίει τις προσόψεις των ουρανοξυστών απέναντι –ο ήλιος πάντα καίει στις 22 Ιουλίου καθώς η ημερομηνία πέφτει στην καρδιά του αφόρητου ιαπωνικού καλοκαιριού. Μέχρι να τελειώσω την πίπα μου, το τσάι έχει γίνει από παγωμένο χλιαρό, σχεδόν ζεστό και ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι –ευτυχώς δε χρειάζομαι παραπάνω από 15 λεπτά για να τελειώσω το μικρό αυτό τελετουργικό και να επιστρέψω στην αναζωογονητική δροσιά του σταθμού.
Επιστρέφω κάθε χρόνο στο σημείο αυτό επειδή αυτή ήταν η πρώτη μου εικόνα από το Τόκιο –η πρώτη μου «κανονική» εικόνα καθώς εκείνες που πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου στη διαδρομή με το λεωφορείο από τη Ναρίτα ήταν τόσο πολλές και γρήγορες που μόνο με ύπνωση θα μπορούσα να τις επαναφέρω. Το λεωφορείο μας άφησε (παρέα με τον καλό φίλο και συνοδοιπόρο σ’ εκείνο το πρώτο ταξίδι, Γιάννη Ν.) μερικά μέτρα πιο πέρα από το καπνιστήριο και σταθήκαμε εκεί για να ανασυνταχθούμε και να συνεχίσουμε τη διαδρομή για το ξενοδοχείο μας. Και παρότι πλέον μπορώ να ισχυριστώ με αρκετή ασφάλεια ότι στα έξι χρόνια που μεσολάβησαν έχω δει ένα μεγάλο μέρος του Τόκιο και ότι κάποιες από τις περιοχές του τις γνωρίζω –κυρίως λόγω προσωπικών εμμονών- σχεδόν όσο καλά τις γνωρίζουν και οι ντόπιοι, το πεζοδρόμιο μπροστά από τη δυτική έξοδο του σταθμού του Σιντζούκου παραμένει μια από τις χαρακτηριστικότερες εικόνες της μητρόπολης για μένα.
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για συναισθηματισμό. Όμως το συναίσθημα που επιδιώκω –και ως τώρα καταφέρνω- να ανακαλέσω δεν είναι αυτό του εντυπωσιασμού αλλά της άμεσης οικειότητας που με κατέκλυσε όταν μπόρεσα να παρατηρήσω το Τόκιο (ή έστω, ένα μικρό κομμάτι του) για πρώτη φορά εκ των έσω. Όλα όσα ήξερα για την Ιαπωνία, όλα όσα είχα διαβάσει, δει, ακούσει, συζητήσει, φανταστεί και υποθέσει, ξαφνικά γειώθηκαν στην πραγματικότητα και η γείωση αυτή δε μου προκάλεσε σοκ –για την ακρίβεια, το μόνο σοκ που αισθάνθηκα ήταν στη συνειδητοποίηση ότι δεν αισθάνθηκα σοκ. Βρισκόμουν εκεί, στην πιο θαυμαστή πόλη του κόσμου, στη μόνη πόλη που πραγματικά ήθελα διακαώς να επισκεφθώ έστω μια φορά στη ζωή μου, όλα ήταν στη θέση τους και το μόνο που αισθανόμουν ήταν γαλήνη και ισορροπία, το τέλειο τάκο του Τομ Ρόμπινς.
Φεύγοντας άκουσα το πρώτο τζιτζίκι για φέτος. Και του χρόνου, Τόκιο!