Τα «σέι-φούκου» (制服), οι στολές των μαθητών και των μαθητριών είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πολιτισμικά φαινόμενα της Ιαπωνίας: αμφιβάλλω αν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη εικόνα που να συμπυκνώνει τόσο καλά τον σύγχρονο ιαπωνικό πολιτισμό με όλες του τις αντιφάσεις, τις επιρροές από τη Δύση αλλά και τη μέχρι ξεροκεφαλιάς επιμονή του να συντηρεί στοιχεία που θεωρεί σημαντικά για την εικόνα του τόσο προς τα μέσα όσο και προς τα έξω. Τα κιμονό και οι κλασικού στιλ κομμώσεις (ή «νιχόν-γκάμι»/日本髪) έχουν περιοριστεί σε συγκεκριμένους κύκλους, τα πανταχού παρόντα σκούρα κοστούμια είναι τόσο γενικά όσο και οι σαραρίμαν που τα φορούν και οι στολές των διαφόρων άλλων επαγγελματικών κλάδων είναι δυσδιάκριτες μειονότητες σε μια τόσο πολυπληθή χώρα. Όμως είναι δύσκολο να μην προσέξεις τους μαθητές και τις μαθήτριες, ακόμα και όταν δεν κυκλοφορούν σε ομάδες: η εικόνα είναι τόσο παρωχημένη και τόσο (φαινομενικά) εκτός του πλαισίου της σημερινής Ιαπωνίας που θέλοντας και μη το μάτι σταματάει και το μυαλό αναγκάζεται να επανεκκινηθεί.
Ακόμα και αν κανείς δεν έχει μελετήσει την ιστορία της ενδυματολογίας, μπορεί να δει στις ναυτικές στολές των κοριτσιών και στις στρατιωτικές στολές των αγοριών του γυμνασίου και του λυκείου τις επιρροές της Δύσης του 19ου αιώνα –μαζί με το εθνικό σύστημα παιδείας, η κυβέρνηση του αυτοκράτορα Μέιτζι εισήγαγε από τη Γαλλία και την Πρωσία αντίστοιχα τα ρούχα αυτά γιατί εξέπεμπαν σοβαρότητα και ταίριαζαν με την εικόνα μιας κοινωνίας που έχει μπει ειλικρινά σε μια πορεία εκμοντερνισμού και ανανέωσης∙ ταυτόχρονα, έδιναν την αίσθηση της τάξης και της ομοιομορφίας που, έμμεσα, υπονοούσε τη σύμπνοια στον κοινό σκοπό. Ότι τα παραπάνω θα διαστρεβλώνονταν αργότερα στο βωμό του οράματος της κυβέρνησης Σόουα ήταν βεβαίως κάτι που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει όμως ακόμα και αν κάποιος μπορούσε, αμφιβάλλω αν τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά: οι ίδιες ιδέες της συμμόρφωσης στους κανόνες και της αντιμετώπισης της διαφορετικότητας σαν κάτι εν δυνάμει προβληματικό εξακολουθούν να παραμένουν πολύ ισχυρές ακόμα και σήμερα.
Αυτό που έχει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον είναι ότι οι στολές κατάφεραν να αντισταθούν όχι μόνο απέναντι στα νέα ρεύματα που ήρθαν από τη Δύση, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1960, αλλά ακόμα και απέναντι στην εφηβική διάθεση για ατομικότητα. Ακόμα και οι διάφορες μεταποιήσεις (η αλλαγή του μήκους της φούστας, οι χοντρές χαλαρές λευκές κάλτσες, τα πατημένα loafers, το δεύτερο κουμπί του σακακιού που χαρίζεται στη σχολική αγαπημένη, τα στραβά πηλίκια ή οι λυμένες γραβάτες) είναι κινήματα –ή μόδες: μεγάλες ομάδες μαθητών τα υιοθετούν ταυτόχρονα και μετά από λίγο καιρό τα εγκαταλείπουν για να υιοθετήσουν, εξίσου ομαδικά, κάτι άλλο μετατρέποντας τη διαφοροποίηση σε κανόνα και, άρα, εξουδετερώνοντας το νόημά της. Στην πραγματικότητα κανείς δε θέλει να πάψει να φοράει στολή γιατί η απόρριψη της στολής σημαίνει και απόρριψη της ιδέας της ομάδας που ταυτίζεται με τη στολή αυτή και η εφηβεία είναι η περίοδος που η ιδέα αυτή εδραιώνεται στη συνείδηση των ανθρώπων και ανοίγει το δρόμο για την ευρύτερη συμμόρφωση που θα έρθει αργότερα, στην ενσωμάτωση στις παραγωγικές τάξεις –το αναγκαίο διάλειμμα για το πέρασμα από τη μια στολή στην άλλη το προσφέρουν τα χρόνια του πανεπιστημίου…