Πίνουν. Πολύ. Πίνουν στα πανηγύρια, στα εστιατόρια, στα καφέ, στα καραόκε, στα ονσέν, στα μπαρ, στα κλαμπ, στο δρόμο, στο σπίτι, μαζί με το φαγητό, χωρίς φαγητό, όταν υπάρχει κάποια πρόφαση ή όταν δεν υπάρχει καμία. Πίνουν τόσο πολύ που αν δεν υπήρχαν τα διαφορετικά στάνταρ εντός της χώρας και η έλλειψη γνώσεων γι αυτήν εκτός, το ποσοστό του αλκοολισμού θα ήταν αντίστοιχο με αυτό της Ρωσίας ή των άλλων χωρών της ανατολικής Ευρώπης. Και παρότι συνήθως μεθούν ήπια, υπάρχουν φορές που οι αντιδράσεις τους είναι εξαιρετικά έντονες –ότι δεν εξελίσσονται σε αντικοινωνική συμπεριφορά είναι σαφώς προς τιμήν τους και προφανώς οφείλεται στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας τους και στον αυστηρό έλεγχο της συμπεριφοράς τους από την παιδική τους ηλικία. Όμως το θέαμα δεν παύει να είναι θλιβερό: κατακόκκινοι (εξαιτίας μιας φυλετικής ιδιομορφίας που σχετίζεται με τον μεταβολισμό του οινοπνεύματος), συχνά ανίκανοι να σταθούν στα πόδια τους, κάνουν εμετό όπου βρουν και μετά βίας καταφέρνουν να επιστρέφουν στο σπίτι τους.
Βεβαίως ο συσχετισμός του αλκοόλ με διάφορες διαστάσεις της κοινωνικής ζωής και ακόμα και με τη θρησκεία (το σάκε έχει μια στενότατη σχέση με το Σιντοϊσμό) δεν είναι αποκλειστικότητα της ιαπωνικής κοινωνίας. Όμως όπως συχνά συμβαίνει σε πολλά χαρακτηριστικά της ιαπωνικής ζωής, το φαινόμενο πολύ συχνά πάει πέρα από τα όρια της υπερβολής: η έξοδος μετά τη δουλειά για «νομιουνικέισον» (飲ミュニケーション), την πολύ ιδιαίτερη επικοινωνία που προκύπτει όταν οι άνθρωποι έχουν πιει αρκετά ώστε να αδιαφορούν για τις συνέπειες των λεγομένων τους, είναι σχεδόν υποχρεωτική ανεξαρτήτως του φύλου ή της θέσης στην ιεραρχία της εταιρείας –ο άγραφος κανόνας λέει ότι αυτά που λέγονται πάνω στο ποτό (μεταξύ συναδέλφων, μεταξύ υπαλλήλων και αφεντικών, μεταξύ αντρών και γυναικών) ξεχνιούνται την επόμενη ημέρα. Όμως λέγονται επειδή υπάρχει η ανάγκη να λεχθούν: οι ανθρώπινες σχέσεις συχνά αψηφούν την ακαμψία των «κάτα» της ιαπωνικής κοινωνίας.
Καθώς περνάει ο χρόνος και βλέποντας πώς ζουν και πόσο σκληρή προσπάθεια καταβάλλουν για να διατηρήσουν την ισορροπία μεταξύ της ατομικότητάς τους και της κοινωνίας, τους δικαιολογώ όλο και περισσότερο και δε δίνω καν σημασία στη συμπεριφορά τους όταν είναι πιωμένοι –έτσι κι αλλιώς, όπως είπα και παραπάνω, σπάνια γίνονται επιθετικοί (η μόνη φορά που κάποιος στράφηκε εναντίον μου ήταν μετά από ένα πανηγύρι στο Κοέντζι πριν από έξι χρόνια και το περιστατικό έληξε πριν καν προλάβει να γίνει «περιστατικό»). Όμως πραγματικά προβληματίζομαι για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες που θα έχει για την κοινωνία τους αυτή η ευρεία αποδοχή του αλκοολισμού: το τελευταίο σχετικό άρθρο που διάβασα ήταν, νομίζω, πέρσι και μιλούσε για περισσότερο από ένα εκατομμύριο αλκοολικών στην Ιαπωνία –και οι επιστήμονες που μιλούσαν στο άρθρο χρησιμοποιούσαν ως μέτρο τον κατάλογο συμπτωμάτων της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, όχι κάποιον αυθαίρετο ορισμό. Από την άλλη, προς το παρόν η μόνη επίπτωση δείχνει να είναι στην εικόνα που προβάλλουν σε έναν ξένο όπως εγώ, οπότε αναρωτιέμαι, έχουν άραγε πραγματικά πρόβλημα;
(*) Παραφράζοντας τον Φρανκ Ζάππα