
Για πρώτη φορά την έβαλε στο χάρτη ο ιδρυτής της δυναστείας σογκούν Τοκουγκάουα, ο Ιεγιάσου όταν αποφάσισε ότι η χώρα που κατάφερε να ενώσει μετά τη νίκη του στους εμφύλιους πολέμους που κράτησαν περισσότερο από έναν αιώνα χρειαζόταν ενιαίο νόμισμα. Και η λαμπερή ονομασία της –«Γκίνζα»/(銀座)- δηλαδή «το μέρος όπου βγαίνει το ασήμι» (εκεί βρισκόταν το πρώτο νομισματοκοπείο της χώρας) ήταν η πρώτη ένδειξη ότι ένα μέρος που μέχρι τότε ήταν βαλτοτόπια θα γινόταν το μοντέλο για το πώς η Ιαπωνία φανταζόταν τον δυτικό της εαυτό, θα ταυτιζόταν με ό,τι πιο μοντέρνο υπήρχε στην Ανατολική Ασία και, τελικά θα εξελισσόταν σε μια από τις ακριβότερες περιοχές στον κόσμο με μια από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις υπερπολυτελών καταστημάτων κάθε είδους. Όλα αυτά -και αυτό εξακολουθεί να φαίνεται παράδοξο στους επισκέπτες του Τόκιο- κυριολεκτικά δύο βήματα από τη μεγαλύτερη ψαραγορά του κόσμου, το Τσουκίτζι (築地), μια περιοχή που τόσο λειτουργικά, όσο και οπτικά δε θα μπορούσε να διαφέρει περισσότερο.
Η Γκίνζα δεν εξελίχθηκε οργανικά σ’ αυτό που ήταν στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα και το οποίο οδήγησε σ’ αυτό που είναι σήμερα -έγινε έτσι κατά παραγγελία, όταν τον ίδιο χρόνο, το 1872, αφενός μια μεγάλη φωτιά πρακτικά την ισοπέδωσε καταστρέφοντας τρεις χιλιάδες κτήρια και αφετέρου έφτασε στο γειτονικό της Σίνμπασι (新橋) ο πρώτος σιδηρόδρομος της Ιαπωνίας ο οποίος συνέδεε το λιμάνι της Γιοκοχάμα με την πόλη του Τόκιο. Η Γκίνζα, επιλέχθηκε σαν η βιτρίνα της νέας πρωτεύουσας και τα επόμενα χρόνια θα γνώριζε μια ταχύτατη ανάπτυξη με κτήρια Γεωργιανού ρυθμού χτισμένα με κόκκινα τούβλα, μεγάλους δρόμους και πεζοδρόμια για τραμ και περιπάτους, καταστήματα που πουλούσαν δυτικά ρούχα, καφέ, εστιατόρια, κλαμπ για χορό και ακόμα και ένα δικό της στιλ νέων, τα «μόμπο» («μόντερν μπόις») και «μόγκα» («μόντερν γκαρλς/γκερλς») που, ντυμένα με το δυτικό στιλ, μετέφεραν όσο μπορούσαν τον παριζιάνικο τρόπο ζωής του μεσοπολέμου στην άκρη της Ασίας.
Όπως και όλο το Τόκιο, η Γκίνζα επαν-εφηύρε τον εαυτό της μετά το Μεγάλο Σεισμό του Κάντο το 1923 αλλά ο πόλεμος τη γονάτισε -τα κτήριά της κατάφεραν να αντέξουν τους βομβαρδισμούς (το σύμβολό της, το πολυκατάστημα Wako /和光 με το μεγάλο ρολόι της Seiko μετατράπηκε στο PX του αμερικανικού στρατού κατά τη διάρκεια της κατοχής), αλλά ο αέρας του κοσμοπολιτισμού και της πολυτέλειας χάθηκε μέσα στις δυσκολίες της ανοικοδόμησης της Ιαπωνίας. Φαίνεται ωστόσο ότι η λάμψη του ασημιού δεν έσβησε ποτέ από την καρδιά της και η δεύτερη φάση του «ιαπωνικού θαύματος» την επανέφερε πιο δυνατή από ποτέ. Και παρότι ορισμένοι επιπόλαιοι επισκέπτες θα τη δουν απλώς σαν έναν παράδεισο για ψώνια πολυτελείας στα flag stores των μεγαλύτερων μαρκών του κόσμου, θεωρώντας ότι η νυχτερινή ζωή του Τόκιο έχει μεταφερθεί ανεπιστρεπτί στα δυτικά, τα δρομάκια πίσω από τη μεγάλη διασταύρωση του Wako, της Nissan, της Ricoh και του πολυκαταστήματος Μιτσουκόσι στο 4ο διαμέρισμα με τα μπαράκια και τα καφέ τους με τις γαλλικές ονομασίες λένε μια ιστορία εντελώς διαφορετική.