Σε μια κοινωνία που έχει ανάγκη τις στολές ώστε να είναι σαφής η θέση καθενός στην ιεραρχία, ίσως η πιο ευδιάκριτη στολή είναι αυτή που δε θεωρείται «στολή»: το σκουρόχρωμο κοστούμι των υπαλλήλων των εταιρειών, αυτών που η ιαπωνική γλώσσα χαρακτηρίζει με το νεολογισμό «σαραρίμαν» (サラリーマン) δηλαδή «έμμισθος» («salary man»). Φαινόμενο που εμφανίστηκε στην προπολεμική περίοδο, όταν οργανώθηκαν η κρατική γραφειοκρατία και τα μεγάλα βιομηχανικά συμπλέγματα «ζαϊμπάτσου» (財閥) και κλιμακώθηκε μετά τον πόλεμο, όταν τόσο ο δημόσιος τομέας όσο και οι κορυφαίες εταιρείες του Νικέι υπόσχονταν ισόβια δουλειά και εξασφάλιση σε ένα λαό που προσπαθούσε να συνέλθει από μια συντριπτική ήττα σε διάφορα επίπεδα, είναι σήμερα η πιο ορατή μέση αστική τάξη στον κόσμο. Και παράλληλα, αυτή που δέχεται τις δριμύτερες κριτικές από την ίδια την κοινωνία που τη δημιούργησε.
«Εταιρικά πρόβατα», «στερούμενοι φαντασίας», «αντιπαραγωγικοί», «υπεύθυνοι για την κατάπτωση της ιαπωνικής οικονομίας» –οι σαραρίμαν έχουν κατηγορηθεί και κατηγορούνται –περίπου- για οτιδήποτε πάει στραβά στην ιαπωνική κοινωνία. Ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών τους θεωρεί αδιάφορους, ένα ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό της ιαπωνικής νεολαίας τους θεωρεί παράδειγμα προς αποφυγή και σχεδόν το σύνολο του υπόλοιπου κόσμου, τους θεωρεί δείγμα ότι η Ιαπωνία δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από την κομφουκιανική-φεουδαρχική αντίληψη περί πίστης, υπακοής και υποταγής στο σύνολο, όπως αυτό εκφράζεται από τους διαδόχους των σογκούν και των πολέμαρχων ντάιμιο, δηλαδή τις μονολιθικές εταιρείες πολλές από τις οποίες εξακολουθούν να χρησιμοποιούν ως λογότυπο το θυρεό της οικογένειας που τις δημιούργησε.
Αν και πολλά από τα κλισέ που προσάπτονται στους σαραρίμαν είναι μάλλον βάσιμα, θα ήταν τουλάχιστον άδικο να τους κατηγορήσει κανείς και για όλα τα δεινά της ιαπωνικής κοινωνίας∙ σε τελική ανάλυση, ήταν αυτοί που τη στήριξαν όπως τους το ζήτησε (ή τους το επέβαλλε) και είναι αυτοί που πληρώνουν το ακριβότερο αντίτιμο των «ευκολιών» που προσφέρει η ζωή τους, κάτι που επιβεβαιώνεται πολύ εύκολα αν ρίξει κανείς μια ματιά στα στατιστικά των αυτοκτονιών και των θανάτων από υπερκόπωση, το διαβόητο «καρόσι» (過労死). Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που κάποιοι από αυτούς αποφασίζουν να πάνε κόντρα σε ό,τι έμαθαν από τη στιγμή που γεννήθηκαν και να κάνουν το «ντάτσου-σάρα» (脱サラ) την ηρωική έξοδο προς μια ζωή με λιγότερο σπρώξιμο στα τρένα κάθε πρωί και κάθε βράδυ, λιγότερο γκολφ και λιγότερες υποχρεωτικές μπίρες παρέα με τους συναδέλφους τους στα ιζακάγια και στα καραόκε.