Ο Χαγκιουάρα Σακουταρό (萩原 朔太郎) γεννήθηκε το 1886 στο Μαέμπασι, του νομού Γκούνμα. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος (από τα εφτά παιδιά της οικογένειας) ενός καταξιωμένου τοπικού γιατρού και προοριζόταν να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του. Ο μικρός Χαγκιουάρα ωστόσο, από νωρίς φάνηκε να μη μπορεί να ανταπεξέλθει στις προσδοκίες. Λέγεται ότι μια τυχαία του παρουσία σε νεκροψία που πραγματοποιούσε ο πατέρας του στο ιατρείο του, του άφησε από νωρίς τραύμα. Σαν παιδί φαίνεται πως ήταν καλομαθημένος, ασθενικός και αδύναμος, αλλά και αρκετά ταλαντούχος.1
Παρακολούθησε το δημοτικό σχολείο της περιφέρειας, αλλά απουσίαζε συχνά από τα μαθήματα (κυρίως για λόγους υγείας), ενώ δεν ήταν δημοφιλής. Οι αναμνήσεις του από τα σχολικά του χρόνια του προκαλούσαν μόνο άσχημα συναισθήματα, όπως θα έγραφε αργότερα. Λόγω της διαφορετικότητάς του, έγραφε, ήταν ένας παρίας και όλοι τον απεχθάνονταν. «Εκείνα τα χρόνια με μισούσαν, με βασάνιζαν και με εξοστράκιζαν οι πάντες – κάθε μαθητής και καθηγητής – τόσο που να με κάνουν να θέλω να εκδικηθώ τον καθένα από αυτούς». Ήταν συχνά νευρικός και αδύναμος, ενώ προτιμούσε τη μοναξιά.
Παρ’όλα αυτά, αποφοίτησε από το δημοτικό με καλή επίδοση και το 1900 ξεκίνησε να φοιτά στο γυμνάσιο του Μαέμπασι. Τότε ήταν που ξεκίνησε (με την καθοδήγηση του ξαδέρφου του Έιτζι) να γράφει ποίηση, τόσο τάνκα (短歌)2 όσο και σιν’τάισι (新体詩)3. Έγραψε σε διάφορες σχολικές φυλλάδες, ενώ ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό αποφοίτων του σχολείου. Το 1903 μάλιστα, δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα τάνκα στο «Μιότζο (明星, Λαμπερό Αστέρι)», το περιοδικό της Εταιρίας Νέας Ποίησης (東京新詩社), την οποία είχε ιδρύσει ο Γιόσανο Τέκκαν, σύζυγος της Γιόσανο Άκικο. Επιπλέον, δημιούργησε με συμμαθητές του ένα περιοδικό («野守»), όπου δημοσίευαν ποιήματά τους.
Στο σχολείο όμως και πάλι, οι συμμαθητές του συχνά τον κορόιδευαν, δίνοντας του ψευδώνυμα όπως «μικρός πρίγκιπας», «γριά» ή «σπουργίτι» λόγω του μικρού του προσώπου. Εκείνος έκανε συχνά «κοπάνα» από τα μαθήματα, γυρνώντας από ‘δω και από ‘κει, ξάπλωνε στα χωράφια, περπατούσε στα δάση, ενώ όταν βρισκόταν στην τάξη κοιτούσε πάντα από το παράθυρο τον ουρανό. Έμεινε μάλιστα ένα έτος στην ίδια τάξη. Αυτά τα χρόνια φαίνεται ότι οι σκέψεις του αφορούσαν κυρίως δύο ζητήματα: την σεξουαλική επιθυμία και την αναζήτηση (συχνά αμφισβήτηση) του λόγου ύπαρξής του. Ζητήματα τα οποία συχνά αποτυπώνονταν στην ποίησή του.
Αποφοίτησε εν τέλει το 1906. Ήθελε να σπουδάσει μουσική, στην Στρατιωτική Ακαδημία Τογιάμα και να γίνει μέλος της μπάντας. Η οικογένειά του όμως δεν μπορούσε να το επιτρέψει. Λέγεται μάλιστα ότι όταν πρωτογνώρισε το μαντολίνο ενθουσιάστηκε τόσο που ανέβασε πυρετό, ενώ φαίνεται πως είχε ένα από τα τρία μαντολίνα που υπήρχαν τότε στην Ιαπωνία. Μη έχοντας όμως να επιδείξει αξιόλογα αποτελέσματα στις σπουδές του και περνώντας τις μέρες του παίζοντας μαντολίνο και συλλέγοντας βινύλια, δεν διατηρούσε καλές σχέσεις με τον πατέρα του και συχνά υπήρχαν εντάσεις μεταξύ τους. «Ξόδεψα τα νιάτα μου στη μουσική» θα έγραφε αργότερα, ενώ τον ενδιέφεραν ακόμη η φωτογραφία και το σχέδιο.
Ξεκίνησε να παρακολουθεί συμπληρωματικά μαθήματα και το 1907 άρχισε να φοιτά στο 5ο λύκειο του Κουμαμότο, στο τμήμα αγγλικής λογοτεχνίας. Η απόδοσή του όμως δεν ήταν καλή και έχασε τη χρονιά. Μεταφέρθηκε στο τμήμα γερμανικής λογοτεχνίας του 6ου λυκείου της Οκαγιάμα ωστόσο, απέτυχε και πάλι. Εγκατέλειψε εν τέλει το σχολείο.
Στα νεανικά του αυτά χρόνια, συνδέθηκε «ερωτικά» με μία γυναίκα την οποία συχνά ανέφερε ως Έλενα (エレナ). Έλενα ήταν το όνομα μιας συμμαθήτριας φίλης μίας εκ των αδερφών του. Εκείνη παντρεύτηκε το 1909, έναν γιατρό και σύντομα έγινε μητέρα, ενώ πέθανε από ασθένεια το 1917. Το όνομα Έλενα εμφανίζεται συχνά σε γράμματα και σημειώσεις του Χαγκιουάρα. Χαρακτηριστικά, μετά τον γάμο της, ο Χαγκιουάρα έγραφε πως οι δυο τους μοιράζονταν αγάπη και όχι έρωτα μεταξύ τους. Ο ίδιος διαχώριζε το «άι (愛)» και το «κόι (恋)», ως αντίστοιχα για το αγάπη και τον έρωτα.
Σε ένα του γράμμα της περιόδου (1910) έγραφε πως του είχαν μείνει πλέον μόνο τρεις επιλογές: να ασχοληθεί με το εμπόριο, να σπουδάσει ιατρική και το «πιστόλι». Τα χρόνια αυτά ήδη δημοσίευε ποιήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά, ήταν η φιλοσοφία όμως που φαίνεται πως τον ενδιέφερε περισσότερο αυτήν την περίοδο της ζωής του. Συχνά, φοιτώντας ακόμη στο λύκειο, συμμετείχε σε μακρές φιλοσοφικές συζητήσεις με συμμαθητές του (κάποιοι βέβαια απέφευγαν την εμπλοκή τους σε αυτές τις ανώφελες και κουραστικές συζητήσεις όπως έγραφε αργότερα). Αφότου επέστρεψε στο Μαέμπασι ασχολήθηκε παραπάνω με τη λογοτεχνία ωστόσο, ήξερε πως θα θεωρούταν η ντροπή της οικογένειας εάν συνέχιζε έτσι.
Μετακόμισε συνεπώς στο Τόκιο. Εκεί ξεκίνησε να μαθαίνει και να παίζει μαντολίνο. Η βαθύτερη αυτή επαφή του με τη μουσική θα χαρακτήριζε αργότερα την ποίησή του, η οποία συχνά χαρακτηρίζεται λυρική. Ξεκίνησε να φοιτά στο Πανεπιστήμιο Κέιο (στο προπαρασκευαστικό τμήμα) το οποίο όμως εγκατέλειψε λίγους μήνες αργότερα. Παρέμεινε ωστόσο στο Τόκιο, ελπίζοντας να μπορέσει να εισαχθεί στην Μουσική Ακαδημία ή ακόμη και να φύγει στο εξωτερικό. Ο πατέρας του ωστόσο ήταν ενάντια στις βλέψεις του αυτές και δεν τον υποστήριζε οικονομικά. Το 1912 απέτυχε στις εισαγωγές εξετάσεις του Πανεπιστημίου του Κιότο.
Γυρνώντας στη γενέτειρά του (1913), ίδρυσε έναν μουσικό σύνδεσμο υπό το όνομα «Ένωση Δυτικής Μουσικής Γόνδολα (ゴンドラ洋楽会)». Αρχικά, ήταν μια απλή συγκέντρωση φίλων για να παίζουν κιθάρα και μαντολίνο, σύντομα όμως είχε είκοσι μέλη, που αργότερα έδιναν συναυλίες στην περιοχή, ενώ το 1916 το όνομα του συνδέσμου άλλαξε (上毛マンドリン倶楽部). Ο Χαγκιουάρα αναλάμβανε συχνά τον ρόλο του μαέστρου, ενώ συνέθεσε και ένα κομμάτι για το μαντολίνο, υπό τον τίτλο «A Weaving Girl». Μέσω της μουσικής ήρθε επίσης σε επαφή με ξένους ιερείς στο Μαέμπασι και έτσι ξεκίνησε να πηγαίνει στην εκκλησία (δεν θεωρούσε τον εαυτό του χριστιανό).
Παράλληλα, εστίασε παραπάνω στη συγγραφή. Φαίνεται όμως πως ένιωθε ότι δεν ασκούσε ένα κανονικό επάγγελμα και το αίσθημα της αποτυχίας τον συνόδευε πάντα. Σε κείμενά του περιέγραφε τον εαυτό του ως απεγνωσμένο να δουλέψει, αλλά που αδυνατούσε να βρει κάτι να κάνει.
Το 1913 υπήρξε όμως σταθμός στην ποιητική του πορεία. Ο Χαγκιουάρα εγκατέλειψε τις παραδοσιακές μορφές ποίησης και ξεκίνησε να δημοσιεύει ελεύθερη ποίηση. Είχε άρχισε να στέλνει ποιήματα στο «Ζανμπόα (朱欒)»4, ένα περιοδικό που διηύθυνε ο ποιητής Κιταχάρα Χακουσιού (北原 白秋, 1885-1942). Ύστερα από κάποιες του προσπάθειες, δημοσιεύθηκαν σε αυτό πέντε του ποιήματα, με πιο γνωστό εξ αυτών το «Μιτσιγιούκι (みちゆき)» [αργότερα ως «Γιογκίσα (夜汽車 – Νυχτερινό Τρένο)»]. Στα ποιήματα αυτά εξέφραζε τη μοναξιά και τον πόνο που ένιωθε. Το Ζανμπόα σταμάτησε να κυκλοφορεί λίγο αργότερα ωστόσο, με τη βοήθεια του Χακουσιού5, δημοσίευσε ποιήματα του σε άλλα περιοδικά. Τότε ήταν που ο Χαγκιουάρα ήρθε και σε επαφή με την ποίηση του Μουρό Σάισεϊ (室生犀星, 1889-1962), στον οποίο έστειλε ένα αρκετά ένθερμο γράμμα θαυμασμού. Το επόμενο έτος γνωρίστηκαν από κοντά και η φιλία τους θα κρατούσε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1914 ο Χαγκιουάρα επισκεπτόταν συχνά το Τόκιο, όπου με τον Μουρό και άλλους σύχναζε στα καφέ και μπαρ του Ουένο, της Ασάκουσα και της Γκίνζα. Την περίοδο αυτή έγραφε χαρακτηριστικά, πως το να συνεχίζει να μένει στην επαρχία θα ήταν σαν να κάνει πνευματική αυτοκτονία. Την ίδια χρονιά, συμμετείχε (μαζί με τον Μουρό και τον Γιαμαμούρα Μποτσιό -山村 暮鳥, 1884-1924) στην ίδρυση της Εταιρεία Ποίησης Γοργόνων (人魚詩社), για τη μελέτη «της ποίησης, της θρησκείας και της μουσικής». Η Ένωση κυκλοφόρησε ένα περιοδικό (3 τεύχη, πρώτο εξώφυλλο εμπνευσμένο από την ελληνική αρχαιότητα), ενώ ο ίδιος ήταν αρκετά δραστήριος ποιητικά. Τα επόμενα χρόνια διάβασε συγγραφείς όπως οι Ντοστογιέφσκι, Πόε, Νίτσε και Μπωντλαίρ οι οποίοι επηρέασαν το έργο του.
Το 1916, μαζί με τον Μουρό ξεκίνησαν το περιοδικό «Κάντζιο (感情 -Συναίσθημα)», το οποίο κυκλοφόρησε μέχρι το 1919 και το οποίο ερχόταν ως απάντηση στους Νατουραλιστές ποιητές της εποχής. Ο Χαγκιουάρα πίστευε πως οι Νατουραλιστές «σκότωναν» την αληθινή ποίηση: «Εκείνη την εποχή οι Νατουραλιστές περιφρονούσαν βαθύτατα τον ίδιο τον ήχο της λέξης συναίσθημα. Έτσι εμείς πήραμε αυτήν την κατηγορούμενη λέξη και την κάναμε την κραυγή της ομάδας μας», έγραφε σχετικά.
Το 1917 εκδόθηκε το πλέον διάσημο του έργο «Τσούκι νι Χοερού (月に吠える -Αλυχτώντας στο Φεγγάρι)», το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Ήταν μια ποιητική συλλογή, με πενήντα πέντε λυρικά και δύο μεγαλύτερα ποιήματα, τα οποία είχαν δημοσιευθεί τα προηγούμενα χρόνια, σε διάφορα περιοδικά. Ήταν αφιερωμένη στον ξάδερφό του Έιτζι, ο οποίος ήταν σημαντική επιρροή και κοντινή του φιγούρα, ενώ την εισαγωγή είχε γράψει ο Χακουσιού. Η συλλογή θεωρείται πως επηρέασε σημαντικά την ιαπωνική ποίηση, ενώ έκανε το όνομα6 του Χαγκιουάρα ευρέως γνωστό. Στον πρόλογό του, ο Χαγκιουάρα ανέφερε: «Το παρελθόν είναι μια οδυνηρή ανάμνηση για εμένα. Το παρελθόν ήταν ένας δυσοίωνος εφιάλτης μανίας, αδράνειας και ταραγμένου μυαλού και σάρκας. Ένας σκύλος που γαβγίζει στο φεγγάρι το κάνει επειδή είναι καχύποπτος και φοβάται τη δική του σκιά. Στο μυαλό ενός άρρωστου σκύλου, το φεγγάρι είναι ένα δυσοίωνο μυστήριο, σαν ένα χλωμό φάντασμα. Ο σκύλος ουρλιάζει. Εγώ θέλω να καρφιτσώσω τη δική μου ζοφερή σκιά στη φεγγαρόλουστη νύχτα. Είθε η σκιά να μην με ακολουθεί για πάντα».
Η ποίησή του όπως έγραφε, σκοπό είχε και να εκφράσει τα όσα ένιωθε, αφού η ποίηση είναι κάτι περισσότερο από λέξεις. Η ποίηση είναι η σύλληψη των συναισθηματικών νεύρων. Είναι μια ζωντανή και λειτουργική ψυχολογία. Κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικό σώμα και διαφορετικές ευαισθησίες. Η λύπη του ενός δεν είναι η λύπη του άλλου. Το ίδιο και η χαρά. Μεμονωμένα, κάθε άτομο είναι πάντα, και μόνιμα, σε μια τρομερή κατάσταση μοναξιάς. «Φυσικά, είμαι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που κατέχει αυτό το σώμα και αυτά τα συναισθήματα. Υπάρχει επίσης μόνο ένα άτομο που το κατανοεί πλήρως. Αυτό είναι μια εξαιρετικά μοναδική ιδιότητα. Αλλά πρέπει επίσης να είναι κοινή για όλους στον κόσμο. Στο επίκεντρο αυτών των μοναδικών και κοινών ατομικών συναισθημάτων βρίσκεται η πραγματική “χαρά (よろこび)” και “μυστικότητα (秘密性)” της ποίησης. Πέρα από αυτή την αρχή, δεν γνωρίζω το νόημα της δημιουργίας της δικής μου ποίησης. […] Η ποίηση δεν είναι ένα μυστήριο, ένα σύμβολο ή ένας δαίμονας. Η ποίηση είναι μόνο μια μοναχική παρηγοριά για τον κάτοχο μιας άρρωστης ψυχής και τον μοναχικό άνθρωπο».
Η συλλογή, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή, ήρθε σε ρήξη με τη «παραδοσιακή» αντίληψη της ποίησης και εισήγαγε ένα είδος λυρικής ποίησης στην καθομιλουμένη, το οποίο εδραιώθηκε στην ποιητική σκηνή της χώρας. Αρκετοί συγγραφείς της εποχής, όπως ο Μόρι Ογκάι, επαίνεσαν το έργο. Λίγες ημέρες μετά από την κυκλοφορία του ωστόσο, το βιβλίο απαγορεύτηκε, καθώς θεωρήθηκε προσβολή στα δημόσια ήθη, κάτι που εξέπληξε τον Χαγκιουάρα. Μετά την αφαίρεση δύο ερωτικών ποιημάτων όμως, η απαγόρευση ήρθη7.
Η ποίηση ωστόσο, όπως έγραφε την χρόνια που κυκλοφόρησε η συλλογή (1917), δεν ήταν παρά ένα «στενάχωρο παιχνίδι» για τον ίδιο. Αισθανόταν ότι δεν είχε κάποιο σκοπό ως ύπαρξη. Ήταν πιο πολύ κάποιος που «αναζητούσε την αλήθεια» παρά ποιητής, έγραφε. Η ποίηση ήταν απλώς η «μετάνοια για τις αμαρτίες» του. «Ως ποιητής έχω μια κάπως ερασιτεχνική στάση. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν μπορώ να αποδεχθώ μια λατρευτική πίστη στην ποίηση ως κάτι το απόλυτο». Υπέφερε μονίμως όπως έγραφε, λόγω του ερωτήματος που δεν τον εγκατέλειπε ποτέ: «Για ποιον λόγο; Για τι ζεις;». Ο πατέρας του τον πίεζε να βρει έναν σκοπό-στόχο, οτιδήποτε να απασχοληθεί, αλλά εκείνος αδυνατούσε8. Οι φίλοι του, έγραφε, τον «διέγνωσαν» ως καλλιτέχνη, αλλά εκείνος στο μυαλό του, δεν θεωρούσε τη τέχνη ως άξιο σκοπό. Ένιωθε ανίκανος και δακτυλοδεικτούμενος. Αισθανόταν απόλυτη πλήξη, τόσο που τριγυρνούσε σαν τον τρελό εκτός του σπιτιού, κάθε ημέρα.
Μετά την κυκλοφορία της συλλογής ο Χαγκιουάρα σχεδόν σταμάτησε να γράφει ποιήματα (μεταξύ 1918-21 έγραψε μόνο δέκα), ενώ δημοσίευσε κείμενα στην ποιητική θεωρία και αφορισμούς (με την έννοια της σύντομης κρίσης ή άποψης που διατυπώνει κάποιος χωρίς απαραίτητα να την τεκμηριώνει). Μπόρεσε έτσι να αποκτήσει λίγη οικονομική ανεξαρτησία από τον πατέρα του, με τον οποίο οι σχέσεις δεν ήταν πλέον καθόλου καλές. Μέσα από τα κείμενά του αυτά εξέφραζε τις απόψεις του για διάφορα ζητήματα, την κοινωνία και την ποίηση. Αργότερα (1935), στο έργο του «Η Απόδραση της Απόγνωσης (絶望の逃走)» θα έγραφε σχετικά: «Η λυρική ποίηση και οι αφορισμοί είναι οι δύο αντίθετες πλευρές του ποιητικού μου πνεύματος. Αν και η μορφή τους διαφέρει, και οι δύο εκφράζουν το ζωντανό ποιητικό μου αίσθημα. Οι αφορισμοί είναι η φιλοσοφική μου ποίηση, σε αντίθεση με τη λυρική μου ποίηση, αλλά και οι δύο ενώνονται για να σχηματίσουν τη ζωή μου ως ποιητή. Η λυρική ποίηση είναι η νύχτα μου, και η φιλοσοφική ποίηση είναι η μέρα μου». Οι αφορισμοί λοιπόν, έγιναν το μέσο που επέτρεψε στον Χαγκιουάρα να εκφράσει όσα το ποίημα, ως μορφή, δεν επέτρεπε.
Το 1919 παντρεύτηκε, σε έναν προκανονισμένο γάμο. Απέκτησαν με τη σύζυγό του δύο κόρες (1920 και το 1922) ωστόσο, ο γάμος τους δεν ήταν ευτυχισμένος. Την περίοδο 1922-3 υπήρξε αρκετά παραγωγικός συγγραφικά. Μεταξύ άλλων, εκδόθηκε η συλλογή του «Αονέκο (青猫 -Μπλε γάτα)». Κάποιοι μελετητές του υποστηρίζουν ότι στο έργο αυτό ο Χαγκιουάρα εκφράζει μια απελπισία που ξεπερνά την κατάθλιψη και την πλήξη, καθώς όταν ο αναγνώστης ταυτιστεί με τα καθολικά συναισθήματα που ο Χαγκιουάρα εκφράζει, όπως η μοναξιά, η αποξένωση και η απελπισία, νιώθει ένα είδος κάθαρσης. Επιπλέον, η λυρικότητα των ποιημάτων της συλλογής συχνά αναφέρεται. Ο ίδιος ο Χαγκιουάρα υποστήριζε πως αν κάποιος θέλει να εκφράσει πλήρως τα συναισθήματά του, οι λέξεις από μόνες τους δεν είναι καθόλου χρήσιμες. «Υπάρχει μόνο η μουσική και η ποίηση (音楽と詩があるばかり)», έγραφε, και εκείνος ήταν ένας ποιητής που επιδίωκε τη σύνθεση των δύο.
Το 1925 μετακόμισαν με την σύζυγό του και τις κόρες τους στα περίχωρα του Τόκιο, αντιμετωπίζοντας σημαντικές δυσκολίες. Ο πατέρας του του παρείχε ένα μικρό μηνιαίο εισόδημα, μη μπορώντας ωστόσο ο Χαγκιουάρα να βρει εκδότη για το επόμενο έργο του, το οποίο προετοίμαζε πριν τη μετακόμιση, είχε ως αποτέλεσμα να ζουν στη φτώχεια. Σύντομα, άλλαξαν σπίτι και γειτονιά. Δημοσίευσε κάποιες εκθέσεις του και κριτικές και ανέπτυξε σχέσεις με άλλους ποιητές, όπως τον Ακουταγκάουα Ριουνόσουκε, ενώ ξενυχτούσε συχνά.
Σε κείμενά του της εποχής εξέφραζε, μεταξύ άλλων, την απέχθειά του για την γενέτειρά του και τους ανθρώπους της, οι οποίοι όπως έγραφε, τον κακολογούσαν και εξευτέλιζαν λόγω του ότι δεν είχε εργασία ή επειδή ήταν εκκεντρικός. Και καθώς έπρεπε να περάσει τα νεανικά του χρόνια υπομένοντας όλα αυτά είχε φτάσει να μισεί τον κόσμο, τους ανθρώπους και τη φύση. Το λογοτεχνικό του έργο θα γινόταν συνεπώς, το όπλο του για να εκδικηθεί τα κακά που παρελθόντος του: «καθώς δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να μπορώ να κάνω. Είμαι τόσο ανίσχυρος», έγραφε.
Η σύζυγός του αρρώστησε και ύστερα περίπου από ένα έτος στο Τόκιο μετακόμισαν στην παραθαλάσσια Καμακούρα. Εκεί επίσης, είχε πολλές επαφές με τον Ακουταγκάουα. Μια ιστορία θέλει σε μία από τις πολύωρες συζητήσεις τους, ο άρρωστος τότε Ακουταγκάουα να λέει στον Χαγκιουάρα: «Εάν ένας μισάνθρωπος αποτύχει να αυτοκτονήσει, τότε είναι τελείως ψεύτης. Εσύ κι εγώ στην πραγματικότητα απλώς προσποιούμαστε τους μισανθρώπους».
Λίγους μήνες αργότερα, μεταφέρθηκαν και πάλι στο Τόκιο. Ο Χαγκιουάρα λάμβανε πλέον κάποιο εισόδημα από τις δημοσιεύσεις του και οι συνθήκες διαβίωσής της οικογένειας είχαν κάπως βελτιωθεί. Παράλληλα, διατηρούσε επαφές με αρκετούς συγγραφείς της εποχής που συχνά τον επισκέπτονταν.
Το 1929 η σύζυγός του εγκατέλειψε εκείνον9 και τις κόρες τους για να ζήσει με τον αγαπητικό της, έναν φοιτητή. Ο Χαγκιουάρα επέστρεψε στο Μαέμπασι ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα μετακόμισε και πάλι στο Τόκιο, αφήνοντας τις κόρες του στη φροντίδα της μητέρας του. Μη έχοντας και πάλι την υποστήριξη του πατέρα του, τριγυρνούσε στα καφέ και μπαρ και έπινε αρκετά10.
Το 1930-1, μετά τον θάνατο του πατέρα του και έχοντας πλέον οικονομική άνεση, μετακόμισε, πρώτα με μία από τις αδερφές του και αργότερα με τη μητέρα του11 και τις κόρες του, στο Τόκιο. Παράλληλα εξέδωσε, μεταξύ άλλων, μια συλλογή ερωτικών ποιημάτων («恋愛名歌集»). Το 1933, νοίκιασε ένα οικόπεδο, όπου και έχτισε ένα σπίτι σχεδιασμένο από τον ίδιο, σε δυτικό στυλ.
Έγραφε σε αρκετά περιοδικά. Αργότερα μπόρεσε να εκδώσει το δικό του περιοδικό, με τον τίτλο “Σέιρι (生理 -φυσιολογία)”. Το όνομα, όπως ο Χαγκιουάρα έγραφε στο πρώτο τεύχος, αναφερόταν στον οργανισμό, όπως αυτός αναλυόταν από τις δυτικές φυσικές επιστήμες, αλλά ταυτόχρονα, συνδεόταν και με την έννοια του πεπρωμένου, των νόμων που διέπουν τη ζωή ενός ανθρώπου. Το περιοδικό κυκλοφόρησε από το 1933 έως το 1935.
Οι μελετητές του αναφέρουν ότι κατά τη δεκαετία του 1930, ο Χαγκιουάρα πέρασε τη φάση της «επιστροφής στην Ιαπωνία (Νιχόν νο κάικι -日本の回帰)». Ξεκίνησε να ενδιαφέρεται και να μελετά παραπάνω την παραδοσιακή ιαπωνική ποίηση και να δημοσιεύει σχετικά κείμενα. Το πλέον αντιπροσωπευτικό του έργο της περιόδου υπήρξε η ποιητική συλλογή «Παγωμένη γη (氷島 -Χιότο)», στην οποία εγκατέλειψε τη χρήση του ελεύθερου στίχου και της καθομιλουμένης γλώσσας και επέστρεψε σε ένα πιο παραδοσιακό ύφος. Τα ποιήματα και πάλι χαρακτηρίζονταν από μια αίσθηση απελπισίας και μοναξιάς, ενώ το έργο έλαβε ανάμεικτες κριτικές. Το 1938 δημοσίευσε το βιβλίο «Επιστροφή στην Ιαπωνία (日本への回帰)» και επικρίθηκε από ορισμένους ως εθνικιστής.
Παράλληλα, το 1934 ξεκίνησε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μέιτζι, ενώ από το 1936 συμμετείχε σε μια ραδιοφωνική εκπομπή που αφορούσε την ποίηση (ラヂオ詩壇) του κεντρικού ραδιοφωνικού σταθμού της Όσακα. Το 1938 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά ωστόσο, η σύζυγος του δεν καταχωρήθηκε στο οικογενειακό μητρώο12. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στον Χαγκιουάρα άρεσαν ιδιαίτερα τα μαγικά. Έκανε συχνά μαγικά κόλπα στις κόρες του και λέγεται ότι τα χρόνια αυτά είχε συνεχώς στο χέρι του τις κόκκινες μαγικές του σφαίρες. Το 1937 έγινε μάλιστα μέλος της Λέσχης Ερασιτεχνών Μάγων του Τόκιο (東京アマチュア・マジシャンズ・クラブ -TAMC). Φαίνεται ότι έκανε αρκετή εξάσκηση και προσπάθεια για να μάθει τα μαγικά κόλπα που του έδειχναν εκεί, χωρίς ωστόσο μεγάλη επιτυχία.
Το 1936 έγινε μέλος της λογοτεχνικής ομάδας «Σίκι (四季 -Τέσσερεις Εποχές). Τα χρόνια αυτά έλαβε και αρκετά λογοτεχνικά βραβεία. Έπινε ωστόσο πολύ και η υγεία του επιδεινώθηκε το 194113. Το 1942 παραιτήθηκε από το πανεπιστήμιο για λόγους υγείας. Πέθανε το 1942, λόγω πνευμονίας.
Ο Χαγκιουάρα υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Ιάπωνες ποιητές του προηγούμενου αιώνα. Συχνά αναφέρεται ως ο «πατέρας της σύγχρονης ιαπωνικής ποίησης». Εισήγαγε τη χρήση της καθομιλουμένης στην ποίηση της εποχής, μη χάνοντας σε καλλιτεχνική αρτιότητα – η ποίησή του ήταν μία «Συμφωνία λέξεων» γράφει ένας μελετητής-, όντας ένας από εκείνους που έθεσαν τις βάσεις της σύγχρονης ιαπωνικής ποίησης. Τα ποιήματά του, γεμάτα μουσικότητα, εξέφρασαν την απόγνωση και αποξένωση του ιδίου, αλλά και πολλών διανοούμενων και μη της «μοντέρνας εποχής».
Ο ίδιος έβλεπε τον εαυτό του (όπως έχει γράψει) ως έναν ποιητή που εξέφραζε, μέσα από τα ποιήματα του, τις λύπες του μοντέρνου ανθρώπου. Οι παραδοσιακές μορφές αντλούσαν το πνεύμα τους από τη συμμόρφωση στη ρουτίνα όπως πίστευε, κάτι που προϋπέθετε την ευχαρίστηση με την καθημερινή ρουτίνα. Ήταν μόνο λογικό συνεπώς, σε μια εποχή που τη χαρακτήριζε το άγχος, μια τέτοια ποίηση να μοιάζει βαρετή και κουραστική. Η ποίηση για τον ίδιο, «πάντα βρισκόταν μπροστά από την εποχή», αντιλαμβανόμενη το αίσθημα της εποχής που ερχόταν.
Στην ποίησή του, παραδοσιακά θέματα και εικόνες, ευρέως χρησιμοποιούμενα στις κλασικές μορφές ποίησης, λαμβάνουν συχνά διαφορετικές ερμηνείες. Οι ανθισμένες κερασιές λ.χ., ένα σύμβολο ομορφιάς και μεταφορά για το εφήμερο της ζωής, για τον ίδιο συμβόλιζε μια «αρρωστημένη ομορφιά», ένα σύμβολο αρρώστιας, παρακμής και μεταφορά για τη λαγνεία που διαφθείρει την ομορφιά. Το ίδιο και η Άνοιξη.
Πολλά από τα ποιήματά του μπορούν να θεωρηθούν βιωματικά. Απόγνωση, οργή, μοναξιά και απελπισία είναι συχνά τα συναισθήματα που εκφράζουν. Είχε γράψει κάποια στιγμή πως ζούσε «σαν αρουραίος, αμήχανος με το περιβάλλον του, που σέρνεται έξω από την τρύπα του τρομαγμένος από ένα βασανιστικό άγχος». Κάποιοι μελετητές θεωρούν πως ο ίδιος έδειχνε συχνά ένα είδος εφηβικού ενθουσιασμού για την απελπισία και ανωριμότητα, κάτι που περιόριζε την οπτική του ως ποιητή. Σε κάθε περίπτωση, το έργο του συνεχίζει να διαβάζεται και να μεταφράζεται.
Στο ποίημά του «Το χταπόδι που Δεν Πεθαίνει -死なない蛸» (1939) ο Χαγκιουάρα μιλάει για ένα χταπόδι, σε ένα ενυδρείο ξεχασμένο από τους πάντες. Έχοντας εξαντλήσει κάθε πηγή τροφής, άρχισε να τρώει ένα-ένα τα πλοκάμια του και στη συνέχεια, γυρνώντας το σώμα του από μέσα προς τα έξω, τα εσωτερικά του όργανα μέχρι που τίποτα δεν είχε μείνει. Δεν μπόρεσε ωστόσο, ποτέ να πεθάνει και συνέχιζε να ζει σε εκείνο το παρατημένο ενυδρείο. Ένα πλάσμα που κανείς δεν μπορούσε να δει, το οποίο όμως συνέχιζε να υπάρχει και να ζει γεμάτο τρομερή επιθυμία και δυσαρέσκεια.
Υποσημειώσεις
1 Υπάρχουν αρκετές ανέκδοτες ιστορίες για τα παιδικά του χρόνια. Μία τον θέλει να λιποθυμά από την τρομάρα του, όταν μία υπηρέτριά τους του έκανε πλάκα με τη σκιά ενός κουταλιού στον τοίχο. Άλλες τον θέλουν να ζητά συχνά παιχνίδια από το εξωτερικό, για την απόκτηση των οποίων η οικογένεια έμπαινε συχνά σε κόπο. Είχε διάφορα «σπάνια-πολυτελή» αντικείμενα, όπως μία φυσαρμόνικα και ένα ακορντεόν.
2 Παραδοσιακή μορφή της ιαπωνικής ποίησης που αποτελείται από συνολικά τριάντα ένα συλλαβές: 5 στίχους των 5-7-5-7-7 συλλαβών.
3 Ποίηση νέου ύφους. Είδος ιαπωνικής ποίησης που αναφέρεται σε ποιήματα γραμμένα στην κλασική ιαπωνική γλώσσα σε μη ωστόσο παραδοσιακές μορφές. Αναπτύχθηκε κατά την περίοδο Μέιτζι (1868-1912).
4 Η λέξη αναφέρεται σε ένα εσπεριδοειδές φρούτο, γνωστό ως φράπα ή πομέλο.
5 Ο Χαγκιουάρα, μαζί με τους Μουρό Σάισεϊ και Ότε Τακούτζι (大手 拓次,1887-1934) συχνά αναφέρονται ως οι μαθητές του Χακουσιού, ενώ ο ένας επηρέαζε σημαντικά τον άλλον.
6 Φαίνεται πως θεωρούσε το όνομά του δυσοίωνο και απλοϊκό, καθώς πίστευε πως το όνομα κάποιου αντανακλούσε τον χαρακτήρα και τη μοίρα του. Δεν χρησιμοποίησε κάποιο άλλο στα γραπτά του ωστόσο, όπως συνηθιζόταν.
7 Τα ποιήματα συμπεριλήφθηκαν στη 2η έκδοση (1922) του έργου.
8 Σύμφωνα με μία ιστορία, όταν ο Χαγκιουάρα έδωσε στον πατέρα του να διαβάσει το “Αλυχτώντας στο Φεγγάρι”, εκείνος, αφού διάβασε ένα μέρος του βιβλίου, έγινε έξαλλος και αφού έσκισε τις σελίδες, το έκαψε.
9 Αργότερα ο Χαγκιουάρα έγραψε: «Ο προηγούμενος έγγαμος βίος μου θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε μια τέτοια καταστροφή λόγω κάποιας ανωμαλίας εκ μέρους μου, διότι η πρώην σύζυγός μου δεν ήταν σε καμία περίπτωση κακή γυναίκα – μάλλον το αντίθετο». Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο ίδιος θεωρούσε ότι έλειπαν από τη σύζυγό του οι καλοί τρόποι: «Δυσκολεύτηκα πολύ να εκπαιδεύσω τη γυναίκα μου. Πάνω απ’ όλα, ένιωθα ότι η διόρθωση της βίαιης αγένειάς της ήταν η πρώτη μου προτεραιότητα» έγραφε σχετικά.
10 Από τα γραπτά της κόρης του, Γιόκο και από άλλες πηγές φαίνεται ότι ο Χαγκιουάρα έπινε και κάπνιζε πολύ.
11 Φαίνεται ότι η μητέρα του ήταν ιδιαίτερα πιεστική. Τον διόρθωνε και του επεσήμανε συνεχώς πράγματα.
12 Χώρισαν ύστερα από έναν χρόνο. Φαίνεται ότι η μητέρα του δεν ενέκρινε την νέα του σύζυγο. Ο Χαγκιουάρα ωστόσο, κρυφά από τη μητέρα του, της βρήκε ένα σπίτι και την επισκεπτόταν συχνά.
13 Ο Χαγκιουάρα φοβόταν τις ασθένειες και μισούσε τους γιατρούς. Συχνά, ιδίως τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έπαιρνε πολλά φάρμακα που ο ίδιος «συνταγογραφούσε» στον εαυτό του. Ταυτόχρονα, είχε έναν «παρανοϊκό ενθουσιασμό», όπως γράφει ένας του βιογράφος, για τις βιολογικές λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος. Η αντίληψη του ανθρώπου ως οργανισμού αποτέλεσε σημαντική έμπνευση για τα έργα του.
Κτίρια της κατοικίας όπου γεννήθηκε ο Χαγκιουάρα Σακουταρό μεταφέρθηκαν και ανακατασκευάστηκαν στην όχθη του ποταμού Χιρόσε και είναι ανοικτά για το κοινό: