Το πρώτο μου ταξίδι στην Ιαπωνία ήταν σχεδιασμένο να διαρκέσει περίπου ένα μήνα∙ όπως ήταν αναμενόμενο, διήρκεσε και τους τρεις που μου επέτρεπε η τουριστική μου βίζα και καθώς ήξερα πολύ λίγα πράγματα για τον τρόπο που λειτουργούσε η αγορά σπιτιών, έμεινα για όλο αυτό το διάστημα στο ίδιο φτηνό ξενοδοχείο για πλασιέ που είχα κλείσει αρχικά, στο Σιντζούκου. Περνώντας όλη μου την ημέρα στους δρόμους, προσπαθώντας να αντιμετωπίσω το θηρίο που λέγεται «Τόκιο», έπρεπε κάθε βράδυ να αντιμετωπίσω το ίδιο πρόβλημα: πού να βρω κάτι για φαγητό –τα εστιατόρια στην Ιαπωνία κλείνουν κατά κανόνα γύρω στις 10:30 πολύ νωρίτερα από τα δικά μου ωράρια. Και η επιλογή ήταν αναπόφευκτα μια: η περιοχή «αναψυχής» που λέγεται «Καμπουκιτσό» (歌舞伎町) στην αντίθετη πλευρά του σταθμού του Σιντζούκου, την ανατολική –εκεί, σχεδόν τίποτα δεν κλείνει σχεδόν ποτέ.
Όσοι ιάπωνες έχουν ακούσει ότι σχεδόν καθημερινά επί τρεις μήνες έκανα βραδινές βόλτες στο Καμπουκιτσό με κοιτάζουν με ένα δέος που επ’ ουδενί δε δικαιούμαι: αντίθετα με τη φήμη που έχει για τους περισσότερους, η περιοχή δεν είναι επικίνδυνη. Πράγματι είναι αυτό που οι αμερικανοί χαρακτηρίζουν «sleazy» δηλαδή «σκοτεινή» ή «ύποπτη», πράγματι σχεδόν σε κάθε βήμα διασταυρώνεσαι με κάποια κινέζα που κάνει νυχτερινό μεροκάματο ή κάποιον αφρικανό κράχτη που προσπαθεί να πάρει σε κάποιο σεξ-σόου και πράγματι στρίβοντας πολλές γωνίες ενδέχεται να βρεθείς αντιμέτωπος με κάποια παρέα γιακούζα που περνούν από κάποιο μαγαζί που ελέγχουν για να βεβαιωθούν ότι όλα πάνε καλά και να κάνουν επίδειξη δύναμης στα τσουλιά που συνοδεύουν όμως από τον αέρα απουσιάζει εκείνη η μουντή αίσθηση που κάνει τις τρίχες στο σβέρκο σου να σηκώνονται και την αδρεναλίνη να εκρήγνυται στην καρδιά σου.
Όπως και όλο το Τόκιο, το Καμπουκιτσό είναι ασφαλές –τουλάχιστον για όσους δεν πηγαίνουν γυρεύοντας. Σχεδιασμένο να φιλοξενήσει ένα θέατρο για το Καμπούκι που ποτέ δε φτιάχτηκε αλλά που άφησε πίσω του την ονομασία, ακολούθησε την ανάπτυξη της δυτικής πλευράς του Τόκιο και εξελίχθηκε στη νυχτερινή παιδική χαρά που χρειάζεται κάθε μεγάλη πόλη και που, ειδικά στην Ιαπωνία, αποτελεί τιμημένη παράδοση από την εποχή του Έντο. Αντίθετα με τη Γιοσιουάρα (吉原) εκείνης της εποχής δε συγκεντρώνει τους εστέτ και τους διανοούμενους –αν και δεν είμαι σίγουρος ότι η περιγραφή δε θα ταίριαζε για κάποιους τακτικούς του επισκέπτες όπως οι φωτογράφοι Αράκι Νομπουγιόσι και Μαρουγιάμα Ντάιντο- όμως στα λίγα τετράγωνα που το αποτελούν μπορεί κανείς να δει ένα από τα πιο ετερόκλητα πλήθη του Τόκιο, όλοι με τον ίδιο σκοπό: την αναζήτηση της ευχαρίστησης, σεξουαλικής αλλά όχι μόνο. Θορυβώδες και λαμπερό μέρα και νύχτα, το Καμπουκιτσό είναι ίσως η καλύτερη απεικόνιση του θηρίου που ποτέ δεν κατάφερα να δαμάσω –ούτε εκείνους τους πρώτους τρεις μήνες, ούτε τα χρόνια που ακολούθησαν.