Βαθιά μέσα στο δάσος που περιβάλλει το Κάσιμα Τζίνγκου, ένα από τα σημαντικότερα (για διάφορους λόγους, πνευματικούς αλλά και πολύ πρακτικούς) σιντοϊστικά τεμένη της Ιαπωνίας και ένα από τα λίγα που έχουν το χαρακτηρισμό «τζίνγκου» που μαρτυρά μια σχέση με την αυτοκρατορική οικογένεια υπάρχει ένα γλυπτό το οποίο σίγουρα θα προβληματίσει τον τυχαίο παρατηρητή: πρόκειται για έναν σκυθρωπό μακρυμάλλη με γένια και ρούχα που θυμίζουν Κίνα ο οποίος στέκεται αποφασιστικά στη ράχη ενός τεράστιου γατόψαρου. Όσοι είναι έστω και κάπως εξοικειωμένοι με την ιαπωνική σημειολογία των τελευταίων 200 χρόνων, ωστόσο, θα αναγνωρίσουν, αν όχι τον άνθρωπο, σίγουρα το γατόψαρο: είναι ο Ναμάζου (鯰), ο «υπεύθυνος» για τη μεγαλύτερη φυσική πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι Ιάπωνες από τότε που κατοίκησαν στην εσχατιά της Ασίας, τις απρόσμενες δονήσεις της γης. Για την ιστορία, ο άνθρωπος είναι ο Τακεμικαζούτσι Ο-Κάμι ή Κάσιμα Ντάι-μιότζιν, η θεότητα που λατρεύεται στο τέμενος και που ελέγχει τον Ναμάζου ώστε να μην τραντάζεται, τραντάζοντας μαζί του και όλη τη χώρα.
Η επιλογή της συγκεκριμένης εικονογράφησης έχει ενδιαφέρον: παραπέμπει σε μια σειρά από όχι ιδιαίτερα προβεβλημένες ξυλοτυπίες ουκίγιο-ε που κυκλοφόρησαν μετά από τρεις μεγάλους σεισμούς που έγιναν μεταξύ του Δεκεμβρίου του 1854 και του Νοεμβρίου του 1855 και που λειτούργησαν σαν πολιτικά σχόλια για την ταραγμένη πολιτικά και κοινωνικά εποχή. Στις μισές από αυτές ο Ναμάζου απεικονίζεται σαν δύναμη καταστροφής και στις άλλες μισές σαν «Γιοναόσι Ντάι-μιότζιν», δηλαδή σαν θεότητα που προκαλεί την αναμόρφωση του κόσμου καθώς οι εργασίες ανοικοδόμησης που ακολούθησαν τους σεισμούς έφεραν ανακατανομή πλούτου, ιδιαίτερα σε βάρος των πολύ πλούσιων εμπόρων του Έντο και του Κανσάι. Και από κάποιες από αυτές δε λείπουν ορισμένες συγκεκαλυμμένες αναφορές στο άλλο μεγάλο γεγονός της εποχής, την έλευση των «Μαύρων Πλοίων» του αμερικανού αρχιπλοιάρχου Μάθιου Πέρι και τον προβληματισμό σχετικά με το μέλλον τόσο της κυβέρνησης των σογκούν όσο και της ίδιας της Ιαπωνίας.
Η περίοδος εκείνη, οι τελευταίες μέρες του σογκουνάτου (συνήθως αποκαλούνται «μπακουμάτσου»/幕末 από το «μπάκου» που προέρχεται από το «μπακούφου»/幕府, δηλαδή το σογκουνάτο και το «μάτσου» που σημαίνει «τέλος» ή «άκρη») ήταν τόσο γεμάτη από γεγονότα και πρόσωπα που σημάδεψαν την ιαπωνική ιστορία που μάλλον ελάχιστοι ασχολούνται πλέον με την προέλευση της σημειολογίας του Ναμάζου και τη σχέση του με τον Τακεμικατζούσι∙ ίσως οι μόνοι που μπορούν να κάνουν τη σύνδεση είναι οι ασκούμενοι σε κάποιες κλασικές πολεμικές τέχνες (το Κάσιμα Τζίνγκου έχει μια παμπάλαια σχέση με αυτές και η θεότητά του θεωρείται προστάτης τους) και οι ιστορικοί της τέχνης της εποχής του Έντο. Όμως η σχέση μεταξύ Ναμάζου και σεισμών έχει χαραχτεί στη συνείδηση των Ιαπώνων και ανανεώνεται κάθε φορά που κάποια δημόσια υπηρεσία ή κάποια ιδιωτική εταιρεία χρησιμοποιεί το γατόψαρο για κάτι σχετικό με αυτήν την πιο διαρκή από όλες τις φυσικές απειλές.
Σε μια πρώτη ανάγνωση η ταύτιση των σεισμών με ένα ψάρι το οποίο μάλιστα απεικονίζεται σχετικά αστεία παραπέμπει στη μεταγενέστερη συνήθεια της δημιουργίας μασκότ για τα πάντα –από αυτή την άποψη, ο Ναμάζου θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα από τα πρώτα «γιούρου-κιάρα» της ιαπωνικής ιστορίας. Σε μια δεύτερη, πρόκειται για κάτι απολύτως αναμενόμενο για την κοσμοθεωρία ενός λαού με παγανιστική θρησκεία. Και σε μια τρίτη, για μια φυσική αντίδραση απέναντι σε κάτι τόσο άγριο και καταστροφικό όσο ο σεισμός: προσωποποιώντας τη συγκεκριμένη ιδιοτροπία της φύσης σε κάτι τόσο οικείο όσο ένα ψάρι, οι Ασιάτες (γιατί όπως και πολλά άλλα πράγματα, η συγκεκριμένη προσωποποίηση είναι επίσης εισαγωγή από την ενδοχώρα) προσπάθησαν να μειώσουν τη βαρύτητα της απειλής και, έμμεσα, να κατευνάσουν τις δυνάμεις που την προκαλούν. Και τελικά μάλλον το πέτυχαν: όποιος ζήσει σεισμό στην Ιαπωνία θα συνειδητοποιήσει ότι τη μεγαλύτερη αίσθηση ασφάλειας την εισπράττει από τις ήρεμες αντιδράσεις των ανθρώπων κάθε φορά που ο Ναμάζου καταφέρνει να ξεγελάσει τον Τακεμικατζούσι και ξεμουδιάζει το τεράστιο σώμα του.