Η τυποποίησή του ως προς την εμφάνιση και το περιεχόμενο κάνει τη θεωρία περί καταγωγής του από την αυτοκρατορική αυλή του Κιότο την περίοδο Χέιαν να ακούγεται αρκετά πειστική όμως όπως συχνά συμβαίνει με τα έθιμα, υπάρχει και μια πρακτική διάσταση στο ο-σέτσι ριόρι (お節料理), το παραδοσιακό πρωτοχρονιάτικο φαγητό: μετά την πολυάσχολη περίοδο του τέλους της χρονιάς, με τη γενική καθαριότητα, τα δώρα σε συγγενείς και φίλους και τις διακοσμήσεις, οι νοικοκυρές ήθελαν να έχουν λίγο χρόνο να ξεκουραστούν και να περάσουν ήρεμες τις πρώτες τρεις μέρες του νέου χρόνου, το λεγόμενο και “σάνγκα-νίτσι” (三が日) μαζί με την οικογένειά τους –κάπου-κάπου βρίσκει κανείς και κάποιες αναφορές σε κάποιο σχετικό ταμπού που θέλει τη χρήση φωτιάς για μαγείρεμα να απαγορεύεται, όμως τείνω να πιστέψω ότι και αυτό έχει τις ρίζες του στην ίδια πρακτική ανάγκη. Όπως και να’χει, το ο-σέτσι έπρεπε –και πρέπει- να έχει μαγειρευτεί ως τις 31 Δεκεμβρίου, να έχει μπει στα ειδικά διακοσμημένα τριπλά κουτιά τζουμπάκο (重箱) που μπαίνουν το ένα επάνω στο άλλο και να καταναλωθεί μέσα στο πρώτο αυτό εορταστικό τριήμερο.
Δεν έχω διαβάσει σχετικές έρευνες όμως είμαι έτοιμος να στοιχηματίσω ότι στη σημερινή Ιαπωνία είναι πολύ λίγες οι νοικοκυρές που μαγειρεύουν ο-σέτσι όπως έκαναν οι γιαγιάδες τους –κάθε Δεκέμβριο, εστιατόρια, σούπερ-μάρκετ και κονμπίνι γεμίζουν από τόσες πολλές διαφημιστικές αφίσες και φυλλάδια για τις προτάσεις τους για το ιδιαίτερο αυτό φαγητό που δύσκολα θα μπορούσε να αντισταθεί κανείς στον πειρασμό. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη και την ποικιλία των συστατικών (αστακός, μαύρα φασόλια, χαβιάρι ρέγγας, φαγκρί, μαγιάτικο, ρίζα λωτού, γαρίδες, υποπροϊόντα ψαριού, φύκι κόμπου, σαρδέλες, αυγά και πολλά ακόμα) αλλά και την πολύ ιδιαίτερη τοποθέτησή τους στα τζουμπάκο, δεν είναι περίεργο ότι οι περισσότεροι άνθρωποι της νέας γενιάς θεωρούν το ο-σέτσι υπερβολικά μπελαλίδικο και αποφασίζουν να το αγοράσουν έτοιμο. Αντίθετα με άλλες ιαπωνικές παραδόσεις στις οποίες οι άνθρωποι συμμετέχουν πλήρως, το ο-σέτσι είναι κάτι που σιγά-σιγά μετατρέπεται σε αποκλειστικότητα του τομέα παροχής υπηρεσιών.
Όχι ότι αυτό μειώνει τη σημασία του, ωστόσο. Τα λογοπαίγνια που συνοδεύουν τα συστατικά του όπου το “τάι” της ονομασίας του φαγκριού παραπέμπει στη λέξη “μεντετάι” που σημαίνει “αίσιο”, το “κόμπου” του φυκιού παραπέμπει στο “γιοροκόμπου” που σημαίνει “ευτυχία” και το καμπουριαστό σχήμα της γαρίδας στα γηρατειά και άρα στη μακροβιότητα είναι κοινός τόπος για όλους τους Ιάπωνες –το ίδιο και η παρουσίαση με τα κουτιά και τα πολλά χρώματα. Ακόμα και αν πρόκειται για κάτι που δε δημιουργείται στην κουζίνα, το κέντρο της οικογενειακής δραστηριότητας (στην Ιαπωνία όπως και σχεδόν παντού) και μόνο η αναφορά σ’αυτό δίνει τον τόνο της Πρωτοχρονιάς: κάθε τι πάνω και μέσα στο ο-σέτσι αλλά και γύρω από αυτό φωνάζει “γιορτή” και δεν υπάρχει μεγαλύτερη γιορτή από το ξεκίνημα ενός νέου χρόνου. Ούτε μεγαλύτερη χαρά από το να περνάς τη γιορτή αυτή παρέα με τους αγαπημένους σου ανθρώπους, σε ένα ζεστό σπίτι μπροστά από ένα γιορτινό τραπέζι καλωσορίζοντας το “τοσιγκάμι” (年神) τη θεότητα του νέου χρόνου –είτε είσαι Ιάπωνας, είτε όχι.