Οι οπαδοί των θεωριών συνωμοσίας και οι ξένοι που έχουν μείνει στην Ιαπωνία αρκετά ώστε να διαμορφώσουν μια σχέση αγάπης-μίσους μαζί της, αποδίδουν το φαινόμενο στις αδιαφανείς συμφωνίες μεταξύ του κράτους (σε εθνικό και τοπικό επίπεδο), των κατασκευαστικών εταιρειών και των εταιρειών παραγωγής ρεύματος, όσοι ερμηνεύουν τα πάντα με οικονομικούς όρους (μεταξύ των οποίων και η κυβέρνηση, η εθνική και οι τοπικές) το δικαιολογούν λόγω κόστους και η κοινώς αποδεκτή ερμηνεία είναι οι σεισμοί και η ευκολία πρόσβασης στα σημεία που θα υπάρξει βλάβη εξαιτίας τους. Όμως πρόκειται για κάτι για το οποίο όλοι έχουν κάποια γνώμη –και δικαίως: είναι σχεδόν αδύνατον να περπατήσει κανείς σε οποιοδήποτε σημείο της Ιαπωνίας, από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του Τόκιο ως τα χωράφια και τους ορυζώνες της βαθιάς Ιαπωνίας και να μη δει τον ουρανό να αυλακώνεται από χιλιάδες καλώδια που ξεκινούν ή καταλήγουν σε κάποιον από τα 35 εκατομμύρια στύλους που είναι στημένοι σε όλη τη χώρα. (Ο αριθμός είναι από άρθρο που δημοσίευσε η «Nikkei» αυτό το καλοκαίρι).
Υποθέτω ότι η πραγματική ερμηνεία του φαινομένου συμπεριλαμβάνει όλες τις παραπάνω και μερικές ακόμα –την ταχύτατη ανάπτυξη της Ιαπωνίας μετά τον πόλεμο, το σύστημα προτεραιοτήτων των Ιαπώνων που βάζει τη λειτουργικότητα πάνω από την αισθητική, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την καθημερινή ζωή, την αδιαφορία τους για το περιβάλλον, την απροθυμία τους να αλλάξουν κάτι που γίνεται με συγκεκριμένο τρόπο επί δεκαετίες ή την αδυναμία τους να δουν τη χώρα τους με τα μάτια (και την αισθητική) του επισκέπτη. Και νομίζω ότι παρότι δεν έχω ζήσει εδώ όσο αυτοί, τους καταλαβαίνω: σχεδόν σπάνια δίνω σημασία πια στα καλώδια, εκτός αν μπαίνουν στη μέση κάποιας πολύ συγκεκριμένης φωτογραφίας που θέλω να τραβήξω –και ακόμα και τότε, αν δεν μπορώ να βρω εύκολα μια γωνία που να μου επιτρέπει να τα παρακάμψω, τα αφήνω γιατί, τελικά, είναι μέρος της ιαπωνικής πραγματικότητας, όσο κι αν αυτή συγκρούεται με τις προϊδεάσεις μου σχετικά με την ιαπωνική αισθητική.
Από ότι ακούω, η τρέχουσα κυβέρνηση έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να εξαφανίσει τα καλώδια ως το 2020∙ έχοντας ζήσει την περίοδο της προετοιμασίας για Ολυμπιακούς Αγώνες στην Ελλάδα, έχω την εντύπωση ότι και η Ιαπωνία έχει βάλει τη συγκεκριμένη διοργάνωση σαν καταληκτική ημερομηνία για να κάνει (ή να πει ότι θα κάνει) όλα εκείνα τα πράγματα που θα ήθελε αλλά που ως τώρα απέφευγε ή βαριόταν ή για κάποιον λόγο αδυνατούσε να κάνει. Και παρότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τοπίο θα αλλάξει δραστικά από τη στιγμή που τα καλώδια θα θαφτούν στη γη, υποπτεύομαι ότι όσοι γνωρίσαμε την Ιαπωνία έτσι όπως είναι τώρα, θα δυσκολευτούμε να προσαρμοστούμε στην «καθαρή» της εκδοχή. Όχι μόνο επειδή κατά βάθος όλοι είμαστε περισσότερο ή λιγότερο επιφυλακτικοί απέναντι στις αλλαγές αλλά επειδή η ύπαρξη των καλωδίων είναι μια από τις πιο ανώδυνες πλην πρόδηλες αντιφάσεις της χώρας και της κουλτούρας της –μακάρι να ήταν όλες έτσι.