Ανάλογα ποια πηγή θέλει να πιστέψει κανείς, πρόκειται για την πιο παλιά πολεμική τέχνη της Ιαπωνίας∙ χρησιμοποιώ εδώ τη λέξη «πολεμική» κυριολεκτικά καθώς ως το 1543 και την έλευση των πυροβόλων όπλων το τόξο (και όχι το ξίφος όπως πιστεύουν πολλοί) ήταν το βασικό όπλο των πολεμιστών στο πεδίο της μάχης. Στις αρχές του 12ου αιώνα, ο σογκούν της Καμακούρα, Μιναμότο νο Γιοριτόμο του έδωσε μια τελετουργική διάσταση συνδέοντάς το με τον Χατσιμάν, θεό του πολέμου και προστάτη της οικογένειάς του και από το 1728, οπότε και το αναβίωσε πλήρως ο Γιοσιμούνε, ο όγδοος σογκούν Τοκουγκάουα, παραμένει ένα από τα πιο εντυπωσιακά πολιτισμικά και θρησκευτικά δρώμενα στην Ιαπωνία. Κατά καιρούς το έχουν αποκαλέσει με διάφορους τρόπους όμως αυτός που τελικά έμεινε και που χρησιμοποιείται (ίσως κάπως απρόθυμα) και από τις δύο σχολές που το συνεχίζουν, την Ογκασαουάρα Ρίου (小笠原流) και την Τακέντα Ρίου (武田流), είναι «γιαμπουσάμε» (流鏑馬), «έφιππη τοξοβολία».
Παρότι συνδέεται με τους πολεμιστές –και δη με τους πραγματικούς πολεμιστές και όχι τους γραφειοκράτες-σαμουράι του Έντο- η εμφάνιση των σημερινών τοξοτών γιαμπουσάμε δεν περιλαμβάνει πανοπλίες και κράνη αλλά τα επίσημα κυνηγετικά ρούχα της περιόδου Καμακούρα (1185-1333): πλατύγυρα καπέλα από άχυρο, σακάκια με έντονα χρώματα, χρυσοκεντημένες τεράστιες παντελόνες χάκαμα και μποτάκια∙ φυσικά τα σπαθιά δε λείπουν από την αμφίεση αλλά υπάρχουν μόνο σαν διακοσμητικά. Και η εντυπωσιακή τους εμφάνιση συχνά τραβάει την προσοχή από το γεγονός ότι αυτό που καλούνται να κάνουν είναι πραγματικά δύσκολο: από τη στιγμή που πέφτει η σημαία (ή στην περίπτωσή τους, η βεντάλια) πρέπει να τραβήξουν από τη φαρέτρα και να ρίξουν τρία βέλη, ελέγχοντας το άλογό τους που καλπάζει μόνο με τα γόνατα. Και επειδή πρόκειται για ιαπωνικό δρώμενο, όλα αυτά πρέπει να γίνουν με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο και βάσει ενός πολύ συγκεκριμένου μοντέλου και ενός συνόλου πολύ αυστηρών κανόνων.
Είναι δύσκολο να βρεθεί κανείς σε έναν αγώνα-τελετή γιαμπουσάμε και να μην συνεπαρθεί. Όπως και με το σούμο, παρότι κάθε βολή δε διαρκεί παρά μόνο μερικά δευτερόλεπτα, ο συνδυασμός των ήχων (ο καλπασμός και το ρουθούνισμα του αλόγου, το τίναγμα της χορδής, ο γδούπος του βέλους) και των εικόνων (το ανέκφραστο πρόσωπο του τοξότη, τα φανταχτερά του ρούχα, η ελεγχόμενη τρέλα του προσωρινά αφηνιασμένου ζώου) με την πραγματική επιτυχία ή αποτυχία –ο τοξότης είτε θα καταφέρει να χτυπήσει τους στόχους, είτε όχι- σε κάνει να συμμετέχεις, να αγωνιάς πραγματικά και να θέλεις να τα καταφέρουν όλοι –δεν έχω δει ποτέ το κοινό να υποστηρίζει μόνο έναν καβαλάρη και να χαίρεται για την αστοχία των υπόλοιπων. Είτε γίνεται στην Καμακούρα με φόντο το σιντοϊστικό τέμενος Τσουρουγκαόκα Χατσιμάνγκου και στη μνήμη του Γιοριτόμο, στην Ασακούσα δίπλα στο ποτάμι και το SkyTree ή στο Χαρατζούκου, στο τεράστιο πάρκο του Μέιτζι Τζίνγκου προς τιμή του μεγάλου μεταρρυθμιστή αυτοκράτορα, το γιαμπουσάμε είναι μια κοσμική δίνη που σε ρουφάει και σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή.