Παρά την επιμονή της Εκκλησίας της Ελλάδας και των διαφόρων επίσημων ή ανεπίσημων εκπροσώπων και εκφραστών της, ποτέ δεν αντιλήφθηκα τους Έλληνες σαν πραγματικά θρήσκους∙ ανέκαθεν πίστευα ότι η σχέση τους με τη θρησκεία ήταν περισσότερο παραδοσιακή παρά πνευματική –μ’ άλλα λόγια είναι περισσότερο στοιχείο της πολιτισμικής τους ταυτότητας παρά αποτέλεσμα μιας αναζήτησης σχετικά με τα μεγάλα και σημαντικά ερωτήματα που ταλανίζουν τους ανθρώπους από καταβολής τους. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, βρίσκω περίεργο το γεγονός ότι οι περισσότεροι συμπατριώτες μου βρίσκουν περίεργο το γεγονός ότι πιστεύοντας σε δύο θρησκείες (και δη δύο θρησκείες με τεράστιες διαφορές μεταξύ τους, τον γηγενή παγανιστικό σιντοϊσμό και τον εισηγμένο από την Κίνα φιλοσοφικό βουδισμό) οι Ιάπωνες καταλήγουν να είναι εξίσου μη-θρήσκοι με αυτούς.
Όμως στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς ισχύει! Όπως για τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων η συμμετοχή στα εκκλησιαστικά τελετουργικά, βασικό συστατικό της συμμετοχής σε μια θρησκεία, περιορίζεται στα απολύτως στοιχειώδη και δη με πολύ μικρή εσωτερική… επένδυση, το ίδιο συμβαίνει και με τους περισσότερους Ιάπωνες: η τήρηση των όποιων τυπικών τόσο στο σπίτι όσο και στο ναό, βουδιστικό ή σιντοϊστικό γίνεται αρκετά ανέμελα και σαφώς δεν προσδιορίζει τον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν τη ζωή τους, τουλάχιστον από ηθική άποψη. Η μόνη ίσως σημαντική διαφορά είναι ότι τα αντίστοιχα τυπικά των Ιαπώνων είναι πολύ περισσότερα από ό,τι των Ελλήνων όμως ακόμα και αυτά δεν είναι παρά ένα ελάχιστο κλάσμα της τεράστιας γκάμας που τηρούν και εκτελούν καθημερινά οι ναοί.
Όπως και οι Έλληνες, οι Ιάπωνες κληρονομούν την πίστη τους από την οικογένεια τους σαν ένα μέρος του πολιτισμικού τους προφίλ: η αγορά ενός φυλαχτού ομαμόρι (お守り), το ξέπλυμα των χεριών πριν την προσευχή με τις δύο υποκλίσεις, τα δύο παλαμάκια και τη μία υπόκλιση στους σιντοϊστικούς ναούς, το χατσουμόντε (初詣) η πρώτη επίσκεψη του ναού την Πρωτοχρονιά, τα κέρματα στο παγκάρι, οι βουδιστικές τελετές για το θάνατο και οι σιντοϊστικές για το γάμο ή η συμμετοχή σε ένα πανηγύρι/ματσούρι είναι πράγματα που οι Ιάπωνες μαθαίνουν από τα πρώτα τους βήματα, συνήθως αποφορτισμένα από το θεωρητικό τους πλαίσιο∙ είναι απλώς πράγματα που κάνουν επειδή είναι Ιάπωνες, με τον ίδιο τρόπο που μαθαίνουν να μην πετάνε σκουπίδια στους δρόμους ή να περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους σε μια ουρά.
Οι λόγοι που οδήγησαν τόσο τους Ιάπωνες όσο και τους Έλληνες να παρακάμψουν την πνευματική ουσία των θρησκειών τους και να διατηρήσουν τους τύπους είναι πολύ πέρα από τις γνώσεις μου –δε θα ήταν, ίσως, αν τα ελληνικά πανεπιστήμια της δεκαετίας του 1980 περιελάμβαναν τη συγκριτική θρησκειολογία στα αντικείμενα μελέτης τους. Διερωτώμαι ωστόσο αν αυτή η τήρηση των (πολλών στην περίπτωση των Ιαπώνων) τύπων δεν καταλήγει αντί να ακυρώσει τις θρησκείες να τις κάνει, τελικά, πιο ισχυρές. Στο μέτρο που ο ουσιώδης λόγος ύπαρξης μιας εκκλησίας είναι να συντηρήσει το πνεύμα της κοινότητας και να ενισχύσει τους δεσμούς της, στην Ιαπωνία (και ίσως και στην Ελλάδα, τουλάχιστον εκτός των μεγάλων πόλεων) ο λόγος αυτός μοιάζει να εξυπηρετείται αποτελεσματικότατα∙ ούτως ή άλλως, τι πιστεύει πραγματικά καθένας παραμένει αποκλειστικά προσωπική του υπόθεση.