Μια ενθαρρυντική εξέλιξη είχε το θέμα της συμβούλου της Μητροπολιτικής Συνέλευσης του Τόκιο Αγιάκα Σιομούρα για το οποίο γράψαμε προχθές και το οποίο προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων τόσο εντός όσο και εκτός Ιαπωνίας: μετά από πιέσεις της διοίκησης του κυβερνώντος Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος προς τα μέλη του που συμμετέχουν στο διοικητικό σώμα της πρωτεύουσας της Ιαπωνίας, ο Γενικός Γραμματέας της αντιπροσωπείας του κόμματος στη συνέλευση, Οσάμου Γιοσιουάρα ανακοίνωσε ότι ο σύμβουλος Ακιχίρο Σουζούκι από το Δήμο Ότα παραδέχθηκε ότι αυτός ήταν που φώναξε τα προσβλητικά σχόλια προς την κ. Σιομούρα όταν η τελευταία ανέβηκε στο βήμα για πρώτη φορά στην καριέρα της την προηγούμενη Πέμπτη. Ο 51χρονος κ. Σουζούκι ζήτησε ήδη συγνώμη από την κ. Σιομούρα ενώπιον των ιαπωνικών ΜΜΕ και προσφέρθηκε να υποβάλλει την παραίτησή του.
Απορίας άξιο παραμένει αν και κατά πόσον η αποκάλυψη του κ. Σουζούκι θα είναι και το τέλος της ιστορίας∙ βάσει των καταγγελιών της κ. Σιομούρα και των συναδέλφων της του κόμματος «Μίνα νο Το», οι προσβολές προέρχονταν από δύο άτομα άρα ακόμα και αν ο σύμβουλος του Ότα ήταν ο ένας, ο άλλος παραμένει άγνωστος. Ακόμα, καθώς ως τη στιγμή που γράφεται το κείμενο αυτό δεν έχει ανακοινωθεί αν ο κ. Σουζούκι θα υποβάλλει όντως την παραίτησή του (αν το κάνει, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα γίνει δεκτή), διερωτάται κανείς αν η αποκάλυψη έγινε μόνο και μόνο δια το θεαθήναι ή αν υπάρχει στο ΦΔΚ διάθεση για πραγματική αλλαγή και για μηδενική ανοχή στο θέμα της θέσης της γυναίκας.
Μετά τη δημόσια συγνώμη του κ. Σουζούκι πάντως, η κ. Σιομούρα δήλωσε ότι παρότι αισθάνεται μια προσωρινή ικανοποίηση, δε θα ήθελε το θέμα να λήξει πριν αποκαλυφθεί και ο δεύτερος σύμβουλος που την προσέβαλλε –σχολίασε μάλιστα ότι θα ήταν καλύτερα αν ο κ. Σουζούκι είχε παραδεχθεί νωρίτερα την πράξη του. Η στάση της αλλά και τα συνεχή υποστηρικτικά σχόλια, ειδικά στο Twitter, δείχνουν ότι αν και η κυβέρνηση Άμπε επέδειξε σχετικά καλά αντανακλαστικά, τουλάχιστον σε επίπεδο δημοσίων σχέσεων, θα χρειαστεί κάτι περισσότερο και πιο ουσιαστικό προκειμένου να πεισθεί η κοινή γνώμη (και η νέα γενιά γυναικών πολιτικών) ότι τα πράγματα θα αλλάξουν.