Στο λίγο καιρό που την ξέρω, έχω καταλάβει ένα πράγμα για τη Γιόκο-σαν: όταν σου λέει «πάμε στο τάδε μέρος», δε φέρνεις αντιρρήσεις, απλώς πας. Όχι γιατί, όπως οι περισσότερες όμπα-τσαν, οι γιαπωνέζες θείτσες, ηλικίας από 45 έως 60 δε δέχεται εύκολα το όχι για απάντηση –όπως οι περισσότερες όμπα-τσαν η επιμονή της κόβεται εύκολα αν είσαι άντρας (και ειδικά ξένος) και εκφράσεις την απροθυμία σου έστω και ελάχιστα πιο αυστηρά. Αλλά επειδή το μέρος που θα σε πάει σχεδόν πάντα θα αξίζει τον κόπο. Γέννημα θρέμμα της Ασακούσα, απόμαχη (αλλά και περιστασιακά ενεργή) γκέισα, χορεύτρια, μακιγιέζ, ενδυματολόγος και δασκάλα διαφόρων παραδοσιακών τεχνών με καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που τη συνδέει με κάποια από τις αμέτρητες γενεαλογίες του Καμπούκι, κινείται στην καρδιά της παλιάς πόλης εξίσου άνετα με το ποδήλατο και με το μεταξωτό της κιμονό και φωτίζει τρύπες που δεν ξέρουν ακόμα και άνθρωποι που ζουν στην περιοχή για χρόνια.
Αν εχτές είχα ενδώσει στην αποπνικτική υγρή ζέστη και δεν την είχα ακολουθήσει δε θα είχα βρει το «Ντάικον-για» ένα ιζακάγια μικρό ακόμα και για τα δεδομένα των παλιών γειτονιών του Τόκιο. Σκοτεινό και στενό, με οκτώ μόλις καθίσματα για πελάτες μπροστά από έναν μονοκόμματο ξύλινο και σχεδόν ακατέργαστο πάγκο, με τους τοίχους γεμάτους αναμνηστικά του γυναικείου θιάσου Σοτσίκου Καγκέκινταν και του κουκλοθέατρου Μπουνράκου, στενόμακρα –κάποτε- λευκά χάρτινα φανάρια τσότσιν και με πρωταγωνίστρια πίσω από τον πάγκο την 75χρονη Αν-τσαν, παιδί του σιταμάτσι (κατά δήλωσή της), να μαγειρεύει, να σερβίρει, να αστειεύεται σχετικά με την επικείμενη κηδεία της, να ανοίγει τις μπύρες με ένα ακαριαίο χτύπημα που με έκανε να αισθανθώ τις σχεδόν τρεις δεκαετίες μου στις πολεμικές τέχνες ανεπαρκείς και να μετράει με έναν τρόπο ακατάληπτο ακόμα και για τους περισσότερους ιάπωνες –χέι, μπίκι, γιάμα, σασάκι…
Το Ντάικον-για θα κλείσει κάποια στιγμή τον Αύγουστο για πρώτη φορά μετά από σαράντα έξι χρόνια –το κτήριο στο οποίο επίσης ζει η Αν-τσαν χρειάζεται ανακαίνιση και το μικρό μαγαζί θα χαθεί για να επιστρέψει ανανεωμένο. Οι πελάτες του, πρώην μέλη του Σοτσίκου Καγκεκιντάν και άλλοι άνθρωποι του θεάματος, ηλικιωμένοι γείτονες και χιπ πιτσιρικάδες που ψάχνουν μαγαζιά με προσωπικότητα (από αυτά που, ευτυχώς, αφθονούν ακόμα στο Τόκιο) αναρωτιούνται αν το καινούριο Ντάικον-για θα είναι ίδιο με το παλιό. Σίγουρα κάποια πράγματα θα αλλάξουν αλλά υποπτεύομαι ότι όσο η Αν-τσαν θα είναι εκεί με τα λεπτά σαν τσόφλι αυγού ποτηράκια για την μπίρα, τη συλλογή από πορσελάνινα στηρίγματα για τα ξυλάκια φαγητού, το παλιό τηλέφωνο με τον περιστροφικό καντράν και τους μεζέδες να μπλέκουν το γλυκό με το καυτό και το αλμυρό με το ξινό, η ουσία του θα παραμείνει ίδια και απαράλλαχτη.