Από όλες τις συζητήσεις που μπορεί να κάνει ένας μη Ιάπωνας με έναν Ιάπωνα, αυτή που θα προκαλέσει στον τελευταίο την περισσότερη αμηχανία και πιθανότατα θα δημιουργήσει σοβαρό ρήγμα στη μεταξύ τους σχέση είναι αν ο πρώτος συγκρίνει τη χώρα καταγωγής του με την Ιαπωνία προς όφελος της δεύτερης. Παρότι οι Ιάπωνες συχνά παραπονιούνται για διάφορες όψεις της χώρας τους, τόσο για πράγματα που σχετίζονται με τη φύση (τον καιρό, τους σεισμούς, τη μορφολογία) όσο και για πράγματα που σχετίζονται με την κοινωνία (τους πολιτικούς, την πίεση στον εργασιακό χώρο, την γήρανση του πληθυσμού), και παρότι τους αρέσει να ακούν κάποιον να την παινεύει παρόλα αυτά, στην πραγματικότητα θεωρούν αδιανόητο να μην αγαπάει κανείς τον τόπο του με τον τρόπο που το κάνουν εκείνοι για τον δικό τους. Ήτοι, θεωρούν αδιανόητο να μη θεωρεί κανείς αδιανόητο να ζήσει σε άλλη χώρα πέρα από τη δική του -αυτός είναι μάλλον και ένας από τους βασικούς λόγους που δυσκολεύονται να αποδεχτούν τους μετανάστες, είτε αυτοί είναι ξένοι που έρχονται να ζήσουν στην Ιαπωνία, είτε Ιάπωνες που πάνε να ζήσουν έξω από αυτή.
Δεν αναφέρομαι εδώ σε πατριωτισμό ή εθνικισμό -όχι ότι τα εν λόγω αισθήματα απουσιάζουν από την Ιαπωνία. Αναφέρομαι στην αίσθηση που, ανοιχτά ή κρυφά έχουν όλοι οι Ιάπωνες: ότι είναι τόσο στενά δεμένοι με τη χώρα τους που και μόνο η ιδέα να την εγκαταλείψουν τους προκαλεί σχεδόν κυριολεκτικά ναυτία. Ακόμα και η πιθανότητα μιας προσωρινής επαγγελματικής μετάθεσης ή μιας μεταπτυχιακής σπουδής στο εξωτερικό, αν και πλέον θεωρητικά αντιμετωπίζεται σαν αναπόφευκτο κομμάτι της “διεθνοποιημένης” Ιαπωνίας, στην πραγματικότητα δε θεωρείται σαν κάτι θετικό -ακόμα και αν ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος το βλέπει έτσι, πιθανότατα δεν το βλέπει η κοινωνία. Εξ ου και αρκετοί Ιάπωνες που έζησαν αρκετά στο εξωτερικό, αποφασίζουν να μην επιστρέψουν: όχι επειδή η άλλη χώρα τους προσφέρει περισσότερα πράγματα από την Ιαπωνία (αυτό είναι αδύνατο) όσο επειδή επιστρέφοντας θα είναι δακτυλοδεικτούμενοι και δε θα τους επιτραπεί (με τους πλάγιους και πάντοτε ευγενικούς τρόπους που συνηθίζουν οι συμπατριώτες τους) να ενσωματωθούν ξανά. Το να είσαι Ιάπωνας είναι μια σχοινοβασία που απαιτεί διαρκή προσπάθεια -αν πέσεις από το σχοινί, οι πιθανότητες να ανέβεις ξανά είναι ελάχιστες.
Χρησιμοποίησα σε ένα πρόσφατο “Γράμμα” μου την αναλογία των νησιών Γκαλαπάγκος, αναφερόμενος στα ιαπωνικά κινητά τηλέφωνα. Όμως όσο περνάει ο καιρός, τείνω όλο και περισσότερο στο συμπέρασμα ότι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της αναλογίας αυτής δεν είναι τα τηλέφωνα αλλά οι ίδιοι οι Ιάπωνες. Μετά από 32.000 χρόνια ζωής στον απίθανα δύσκολο αυτόν τόπο, έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα οικοσύστημα -κυριολεκτικά και μεταφορικά- που ακόμα και αν δεν είναι τέλειο (και τι είναι, άλλωστε;) είναι τέλειο γι αυτούς. Συνεπώς η σχέση τους μαζί του αψηφά τους ορισμούς των περισσότερων ως προς τι σημαίνει “πατρίδα” και πώς προσδιορίζεται κανείς σε σχέση μ’ αυτή. Το κλισέ “η Ιαπωνία είναι οι Ιάπωνες και οι Ιάπωνες είναι η Ιαπωνία” μπορεί να λεχθεί για κάθε λαό και για κάθε τόπο και κυριολεκτικά μιλώντας είναι σωστό όμως η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι εδώ ισχύει με έναν διαφορετικό και πολύ πιο έντονο, πλατύ και βαθύ τρόπο -άσχετα αν ο συχνά εσωστρεφής τρόπος των Ιαπώνων δεν αφήνει τον τυχαίο επισκέπτη να το εισπράξει στην ολότητά του.