Και ξαφνικά, όλος ο κόσμος ανακάλυψε αυτό που οι Ιάπωνες ήξεραν από χρόνια αλλά που, με τη χαρακτηριστική τους εσωστρέφεια, είχαν αμελήσει να μοιραστούν με όσους ζουν έξω από τη χώρα τους: ότι τα ιαπωνικά ουίσκι είναι καλύτερα από τα σκοτσέζικα και, κατ’ επέκταση από όλα τα υπόλοιπα. Προφανώς το «καλύτερα» όταν αναφέρεται κανείς σε γεύσεις είναι υποκειμενικό όμως στον κόσμο των ειδικών του ουίσκι, όλες οι τυφλές γευσιγνωσίες καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: όταν πρόκειται για κορυφαίας ποιότητας malt και single malt ουίσκι, αυτά που προέρχονται (κυρίως) από τις δύο μεγάλες ποτοποιίες τις Ιαπωνίας, την Suntory και την Nikka, βαθμολογούνται ψηλότερα από οτιδήποτε παράγουν τα Χάιλαντς, ειδικά τα τελευταία 15 χρόνια. Και επειδή πρόκειται για την Ιαπωνία, ακόμα και τα φτηνότερα blended ουίσκι, αυτά που πουλιούνται ακόμα και στα σούπερ-μάρκετ ή στα convenience stores, είναι πολύ καλύτερης ποιότητας από τα αντίστοιχα σκοτσέζικα ή αμερικανικά.
Όσοι είχαν προσέξει λίγο τις ετικέτες το είχαν υποψιαστεί: οι Ιάπωνες χρησιμοποιούν τη σκοτσέζικη γραφή «whisky» αντί για την αμερικανική και ιρλανδική «whiskey» γιατί η μέθοδος που χρησιμοποιούν για να παρασκευάζουν το ποτό είναι απολύτως αντιγραμμένη από τη Σκοτία. Υπεύθυνος γι αυτό –για την παρασκευή και για τη γραφή- είναι ένας άνθρωπος, ο Μασατάκα Τακετσούρου (1894-1979), ο οποίος υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος και στην Suntory και στην Nikka. Γνήσιο τέκνο της εποχής του, της περιόδου Μέιτζι, ο Τακετσούρου πήγε στη Σκοτία για να μάθει την παρασκευή ουίσκι στην πατρίδα του –εκεί πήρε τόσο τη θεωρητική γνώση σπουδάζοντας χημεία στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, όσο και την πρακτική δουλεύοντας σε διάφορα αποστακτήρια και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ιαπωνία το 1920 με έναν και μοναδικό στόχο: να διδάξει τους συμπατριώτες του να πίνουν και να φτιάχνουν ουίσκι. Σχεδόν 100 χρόνια μετά, μπορεί να πει κανείς με σιγουριά ότι το όνειρό του έγινε πραγματικότητα.
Η μεγάλη νίκη του Τακετσούρου ωστόσο δεν είναι ούτε τα υψηλής ποιότητας 25χρονα single malt που απολαμβάνουν οι ειδήμονες σκέτα, σε ειδικά ποτήρια και σε συνθήκες θρησκευτικής κατάνυξης, ούτε η παγκόσμια αναγνώριση της κληρονομιάς του η οποία μετά από έναν αιώνα μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί «κλασική». Είναι ότι το ποτό που έφερε στις αποσκευές του από τα Χάιλαντς στέκεται πια ισότιμα δίπλα στο σάκε και στο σότσου, τα γηγενή δημιουργήματα της Ιαπωνίας και απολαμβάνεται από εκατομμύρια Ιάπωνες σε διάφορους συνδυασμούς (με συνηθέστερο το ντόπιας επινόησης «χάιμπολ» με πολύ πάγο και πάρα πολλή σόδα το οποίο μάλιστα κυκλοφορεί και σε μεταλλικό κουτάκι όπως η μπίρα), άλλοτε μόνο του και άλλοτε συνοδεύοντας το φαγητό, σε μπαρ, κλαμπ ή εστιατόρια. Ο χημικός από τη Χιροσίμα δημιούργησε μια παράδοση που είναι πια περισσότερο ιαπωνική παρά σκοτσέζικη –υπάρχει άραγε καλύτερο παράδειγμα του τι σημαίνει «ιαπωνικός πολιτισμός»;