Είμαι βέβαιος ότι δεν είμαι ο μόνος που έχει αυτή την απορία: πώς είναι δυνατόν μια χώρα με την ανάπτυξη της Ιαπωνίας, μια χώρα ταυτισμένη σχεδόν απόλυτα με το καινούριο και το πρωτοποριακό και ταυτόχρονα με μια παράδοση στη μάθηση και στην εκπαίδευση που θα ντρόπιαζε σχεδόν οποιαδήποτε ευρωπαϊκή ή άλλη χώρα, να έχει τόσο κακή σχέση με την αγγλική γλώσσα. Και δεν εννοώ μόνο ότι οι ιάπωνες έχουν κακή σχέση με τα αγγλικά –εννοώ ότι όλη η χώρα έχει κακή σχέση με τα αγγλικά και αυτό είναι ορατό σε κάθε εκδήλωση διεθνισμού, από μια απλή αφίσα για ένα φεστιβάλ μουσικής ως τα επίσημα κείμενα του ιαπωνικού κράτους. Αν κάτι είναι γραμμένο στα αγγλικά, είναι σχεδόν σίγουρα γραμμένο σε λάθος αγγλικά. Σε υπερβολικά λάθος αγγλικά.
Το θέμα πολύ συχνά αγγίζει τα όρια του γκροτέσκο –και εξίσου συχνά τα ξεπερνάει, σε σημείο που ακόμα και οι πιο σκληροπυρηνικοί ιαπωνόφιλοι να μην μπορούν να συγκρατήσουν τα γέλια τους. Προσωπικά, παρότι συχνά συμμερίζομαι το αστείο του φαινομένου, δεν παύω να προσπαθώ να αντιληφθώ το «γιατί» που κρύβεται πίσω του· οι ερμηνείες περί «σίμα-γκούνι», χώρας-νησί που έχει μείνει για πολύ καιρό απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο ή περί της τελειομανίας των ιαπώνων που δε μιλούν αγγλικά επειδή δεν μπορούν να τα μιλήσουν τόσο καλά όσο θα ήθελαν ή περί των γλωσσολογικών διαφορών μεταξύ ιαπωνικών και αγγλικών που κάνουν τα τελευταία ακατανόητα, αν και με στέρεες βάσεις στην ιστορία, την ψυχολογία και τη γλωσσολογία εξακολουθούν να μου αφήνουν ένα κενό.
Η δική μου ερμηνεία, και εν γνώσει της πιθανότητας λάθους, είναι ότι οι ιάπωνες δεν έχουν καλή σχέση με τα αγγλικά (ή με οποιαδήποτε άλλη γλώσσα εδώ που τα λέμε) επειδή δεν τα έχουν ανάγκη –ούτε αυτά, ούτε αυτούς που τα μιλούν. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο γεγονός ότι πρόκειται για μια χώρα μεγαλύτερη από τις περισσότερες ευρωπαϊκές και οικονομικά ισχυρότερη από όλες, όσο στο γεγονός ότι είναι μια κοινωνία αυτάρκης στα πάντα. Ένας ιάπωνας μπορεί να γεννηθεί στην Ιαπωνία, να μεγαλώσει στην Ιαπωνία, να πάει σχολείο, πανεπιστήμιο, να πιάσει δουλειά, να κάνει οικογένεια και καριέρα και να μη χρειαστεί ούτε μια φορά στη ζωή του να μιλήσει ή να διαβάσει αγγλικά· η κοινωνία του, θα του προσφέρει οτιδήποτε χρειάζεται και μάλιστα με τον τρόπο που του ταιριάζει καλύτερα: τον ιαπωνικό τρόπο.
Όντας ξένος στην Ιαπωνία υπάρχουν πολλές στιγμές που η κατάσταση αυτή με κάνει να ασφυκτιώ. Όμως υπάρχουν ακόμα περισσότερες που αισθάνομαι θαυμασμό ανάμεικτο με κάποια ζήλια. Δεν μπορώ να διανοηθώ πώς είναι να ζει κανείς όντας μέλος μιας τόσο μεγάλης οικογένειας –γιατί περί αυτού πρόκειται- με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται αυτό· και έχω αρκετά στοιχεία για να αντιληφθώ ότι τα κακά δεν είναι λίγα, άσχετα αν αντισταθμίζονται με πολλά καλά. Ναι, ο διεθνιστής μέσα μου πιστεύει βαθιά ότι η παγκόσμια κοινωνία εκτός από πολύ πιο εξελιγμένη από τις εθνικές είναι και αναπόφευκτη όμως ένα μου κομμάτι στέκεται πάντα με θαυμασμό απέναντι στο μάταιο αγώνα των ιαπώνων να την αποδεχτούν με τον τρόπο τους. Ακόμα και αν οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν πάντα ότι το κάνουν και ακόμα και όταν η προσπάθειά τους αυτή φέρνει εμάς τους έξω στα όρια της απόγνωσης.